-
1 μήλειος
μήλειοςof: masc nom sgμήλειοςof: masc /fem nom sg -
2 μήλειος
μήλειος, 1) von Schaafen; γάλα, Eur. Cycl. 217; αἷμα μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.
-
3 μηλειος
-
4 μήλειος
A of or belonging to a sheep,στέαρ Hp.Nat.Mul.32
;κρέα Hdt.1.119
; μ. φόνος slaughter of sheep, E.El. 92; .II ( μῆλον B) of the apple, σπέρματα, στύπος, Nic.Al. 238, A.R.4.1401.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μήλειος
-
5 μήλειος
-
6 μήλειος
α, ο [ος и εία, ον] яблоневый -
7 μηλειός
ο смолка (трава) -
8 φιλο-μήλειος
φιλο-μήλειος, von der Nachtigall herrührend, ihr gehörig.
-
9 μήλειον
μήλειοςof: masc acc sgμήλειοςof: neut nom /voc /acc sgμήλειοςof: masc /fem acc sgμήλειοςof: neut nom /voc /acc sg -
10 μηλείων
μήλειοςof: fem gen plμήλειοςof: masc /neut gen plμήλειοςof: masc /fem /neut gen pl -
11 μηλείη
-
12 μηλείοις
μήλειοςof: masc /neut dat plμήλειοςof: masc /fem /neut dat pl -
13 μηλείοισι
μήλειοςof: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)μήλειοςof: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 μηλείοισιν
μήλειοςof: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)μήλειοςof: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
15 μηλείου
μήλειοςof: masc /neut gen sgμήλειοςof: masc /fem /neut gen sg -
16 μήλεια
μήλειοςof: neut nom /voc /acc plμήλειοςof: neut nom /voc /acc pl -
17 μηλείην
μήλειοςof: fem acc sg (epic ionic) -
18 μηλείης
μήλειοςof: fem gen sg (epic ionic) -
19 μηλεία
μηλείᾱ, μήλειοςof: fem nom /voc /acc dualμηλείᾱ, μήλειοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
20 μηλείας
μηλείᾱς, μήλειοςof: fem acc plμηλείᾱς, μήλειοςof: fem gen sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μήλειος — of masc nom sg μήλειος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλειος — (I) α, ο (Α μήλειος, ον, θηλ. και εία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. κάπν ειος, σύκ ειος)]. (II) μήλειος, ον, θηλ. και εία (Α) αυτός που… … Dictionary of Greek
μηλειός — και μηλιάς, ο κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού βίσκο … Dictionary of Greek
μήλειον — μήλειος of masc acc sg μήλειος of neut nom/voc/acc sg μήλειος of masc/fem acc sg μήλειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείων — μήλειος of fem gen pl μήλειος of masc/neut gen pl μήλειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείοις — μήλειος of masc/neut dat pl μήλειος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείοισι — μήλειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μήλειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείοισιν — μήλειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μήλειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείου — μήλειος of masc/neut gen sg μήλειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείῳ — μήλειος of masc/neut dat sg μήλειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλεια — μήλειος of neut nom/voc/acc pl μήλειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)