Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέρμερα

См. также в других словарях:

  • μέρμερα — μέρμερος baneful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμερ' — μέρμερα , μέρμερος baneful neut nom/voc/acc pl μέρμερε , μέρμερος baneful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»