Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μυών

См. также в других словарях:

  • μυών — μῡών , μυών cluster of muscles masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυῶν — μῦς mouse masc/fem gen pl μυάω compress the lips pres part act masc voc sg μυάω compress the lips pres part act neut nom/voc/acc sg μυάω compress the lips pres part act masc nom sg (attic epic ionic) μυάω compress the lips pres part act masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύων — Μῦς mouse masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύων — μύω close pres part act masc nom sg μῦς mouse masc gen pl μυάω compress the lips imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μυάω compress the lips imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… …   Dictionary of Greek

  • παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …   Dictionary of Greek

  • υπερτροφία — (Ιατρ.). Η αύξηση των διαστάσεων ενός οργάνου, που οφείλεται στην αύξηση του όγκου ή του αριθμού των κυττάρων που το αποτελούν. Η υ. εμφανίζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της εντατικής λειτουργίας του οργάνου. Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»