-
1 δια-τρῡπάω
δια-τρῡπάω, durchbohren; Arist. H. A. 4, 4; Luc. Ep. Sat. 24, von dem Zerfressen der Motten.
-
2 διατρῡπάω
δια-τρῡπάω, durchbohren; von dem Zerfressen der Motten -
3 διατετρυπημένον
διατετρῡπημένον, διά-τρυπάωbore: perf part mp masc acc sg (attic ionic)διατετρῡπημένον, διά-τρυπάωbore: perf part mp neut nom /voc /acc sg (attic ionic) -
4 διατρυπαω
-
5 διατετρυπήσθαι
-
6 διατετρυπῆσθαι
-
7 διατετρυπημένην
διατετρῡπημένην, διά-τρυπάωbore: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
8 διατετρύπηται
διατετρύ̱πηται, διά-τρυπάωbore: perf ind mp 3rd sg (attic ionic)
См. также в других словарях:
διατετρυπημένον — διατετρῡπημένον , διά τρυπάω bore perf part mp masc acc sg (attic ionic) διατετρῡπημένον , διά τρυπάω bore perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατετρυπημένην — διατετρῡπημένην , διά τρυπάω bore perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατετρυπῆσθαι — διατετρῡπῆσθαι , διά τρυπάω bore perf inf mp (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατετρύπηται — διατετρύ̱πηται , διά τρυπάω bore perf ind mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)