-
21 εκφυω
1) (по)рождать, производить на свет(παῖδές τινι Soph.; Ἀγαμέμνονα Ἀερόπης λέκτρων ἄπο Eur.; ἥ γῆ ἐκφύουσα πάντα Arst.; πλῆθος μυῶν Plut.)
2) выращивать(τὰ κέρατα Arst.)
3) med.-pass. (aor. 2 ἐξέφῡν, pf. ἐκπέφῡκα - эп. ἐκπέφυα) досл. вырастать, перен. рождаться(ἐλευθέρου πατρός Soph.)
γῆς ἐκπεφυκέναι μητρός Eur. — родиться от матери-земли;τὰ ἐκφυόμενα Arst. — растения;λάλημα ἐκπεφυκός Soph. — прирожденный болтун -
22 εχινωδης
-
23 καταβιβρωσκω
(fut. καταβρώσομαι, aor. 1 κατέβρωσα, aor. 2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα; pass.: pf. καταβέβρωμαι, aor. κατεβρώθην) съедать(ἄμβροτον εἶδαρ Hom.; καταβεβρωμένα ὑπὸ μυῶν Arst.)
ὥστε ἐκπέποται καὴ καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπός Her. — когда выпит и съеден сбор предыдущего урожая;τὰ διεφθαρμένα καὴ καταβεβρωμένα Plat. — размытые и выветрившиеся местности -
24 ολετειρα
-
25 ταχυγονια
-
26 тик
I.(древесина) τεκτονία η μείζων, разг. το τηκ (ξεν.).II.мед. το τικ, ο μιμικός σπασμός, η αφύσικη επαναλαμβανόμενη σύσπαση των μύων (προσώπου, χεριών, λαιμού κ.λπ.).III.(ткань) το ύφασμα με διαμήκεις λωρίδες (για στρώματα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тик
-
27 мускулатура
мускул||ату́раж τά μούσ-κουλα, τό σύνολον τών μυῶν. -
28 διάταση
[-ις (-εως)] η1) натягивание, натяжение; натянутость; напряжение; 2) растяжение; вытягивание;διάταση των μυών — растяжение мышц;
του στομάχου — расширение желудка;3) вытягивание, протягивание (рук, ног) -
29 μυώνα
-
30 μυῶνα
-
31 μυώνας
-
32 μυῶνας
-
33 μυώνες
-
34 μυῶνες
-
35 μυώνος
-
36 μυῶνος
-
37 μυώνων
μῡώνων, μυώνcluster of muscles: masc gen pl -
38 дёргание
-я ουδ.1. τράβηγμα.2. σύσπαση μυών.3. ξερίζωμα, εκρίζωση. -
39 мышечный
επ.μυϊκός (των μυών του σώματος). -
40 паралич
-а α.παράλυση•паралич мышц лица παράλυση των μυών του προσώπου•
быть в -έ είμαι παράλυτος•
быть разбитым -ом πέφτω παράλυτος•
он разбит -ом τον χτύπησε παράλυση.
|| μτφ. χαλάρωση, εξασθένηση•полный -πλήρης χαλάρωση, σμπαράλιασμα.
См. также в других словарях:
μυών — μῡών , μυών cluster of muscles masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυῶν — μῦς mouse masc/fem gen pl μυάω compress the lips pres part act masc voc sg μυάω compress the lips pres part act neut nom/voc/acc sg μυάω compress the lips pres part act masc nom sg (attic epic ionic) μυάω compress the lips pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύων — Μῦς mouse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύων — μύω close pres part act masc nom sg μῦς mouse masc gen pl μυάω compress the lips imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μυάω compress the lips imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek
τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
υπερτροφία — (Ιατρ.). Η αύξηση των διαστάσεων ενός οργάνου, που οφείλεται στην αύξηση του όγκου ή του αριθμού των κυττάρων που το αποτελούν. Η υ. εμφανίζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της εντατικής λειτουργίας του οργάνου. Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να το… … Dictionary of Greek