-
1 μουσική
A any art over which the Muses presided, esp. poetry sung to music, Pi.O.1.15, Hdt.6.129;μουσικῆς ἀγών Th.3.104
, cf. IG12.84.16, etc.;ποίησις ἡ κατὰ μουσικήν Pl.Smp. 196e
, cf. 205c; τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Answ.μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν Id.Alc.1.108d
.2 = ἀγὼν μουσικῆς, IG 12(9).189.8 (Eretria, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσική
-
2 μουσικη
ἥ (sc. τέχνη или ἐπιστήμη)1) музыкальное искусство, музыка(μ. ἐστι ἥ τέχνη, ἣς τὸ κιθαρίζειν καὴ τὸ ἄδειν καὴ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς Plat.)
2) общее образование, духовная культура(μ. καὴ πάση φιλοσοφία Plat.)
ἐν μουσικῇ καὴ γυμναστικῇ παιδεύειν Plat. — воспитывать духовно и физически3) умение, искусствоμ. ἐν ἀσπίδι Eur. — умение владеть щитом, т.е. военное искусство
-
3 μουσική
μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (attic epic ionic)μουσικόςmusical: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 μουσικῇ
μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (attic epic ionic)μουσικόςmusical: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 μουσική
μουσική ηмузыка. Музыка тесно связана с богослужением. В Православных Церквях, Восточных и Славянских используется только певческая музыкаЭтим.< дргр. μουσική — первоначальное значение – «любое искусство, покровительствуемое музами» -
6 μουσική
μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc sg (attic epic ionic)μουσικόςmusical: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
-
8 μουσική
[мусики] ουσ θ музыка. -
9 μουσική
musique -
10 μουσική
muzyka (f) rzecz. -
11 μουσική
1) hudba2) muzika3) noty -
12 μουσική
musicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μουσική
-
13 μουσική εκκλησιαστική
μουσική εκκλησιαστική ηцерковная музыкаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μουσική εκκλησιαστική
-
14 τρυγ-ῳδο-ποιο-μουσική
τρυγ-ῳδο-ποιο-μουσική, ἡ, die Komödien dichtende Tonkunst, Ar. Thesm. frg. bei Ath. III, 117 c.
-
15 ακούω μουσική
-
16 μουσικαί
μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc plμουσικόςmusical: fem nom /voc pl -
17 μουσικήν
μουσικήany art over which the Muses presided: fem acc sg (attic epic ionic)μουσικόςmusical: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 μουσικήι
μουσικῇ, μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (attic epic ionic)μουσικῇ, μουσικόςmusical: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 μουσικῆι
μουσικῇ, μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (attic epic ionic)μουσικῇ, μουσικόςmusical: fem dat sg (attic epic ionic) -
20 μουσίχ'
μουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc sg (doric aeolic)μουσικαί, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc plμουσικά, μουσικόςmusical: neut nom /voc /acc plμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc sg (doric aeolic)μουσικέ, μουσικόςmusical: masc voc sgμουσικαί, μουσικόςmusical: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
μουσικῇ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
μουσική — η 1. η τέχνη της αρμονικής και ρυθμικής συναρμολόγησης των ήχων: Παραδοσιακή μουσική. 2. μουσικότητα, μελωδικότητα: Η φωνή του έχει μουσική. 3. ορχήστρα από μουσικά όργανα: Η μουσική του Δήμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… … Dictionary of Greek
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek