-
1 γραφικη
-
2 γραφική
-
3 γραφικῇ
-
4 γραφική
η графика -
5 γραφική
γραφικόςcapable of drawing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 γραφικός
η, ό[ν]1) письменный, писчий; относящийся к письму;γραφική ύλη — письменные принадлежности;
γραφικός χαρακτήρας — почерк;
2) канцелярский;γραφικά έξοδα — канцелярские расходы;
3) графический, изобразительный; полиграфический;γραφικές τέχνες — полиграфическая промышленность;
4) живописный, красочный; яркий, образный;γραφική διήγηση — яркий рассказ;
γραφικό τοπίο — живописный пейзаж;
5) библейский, относящийся к священному писанию;§ γραφικό σφάλμα ( — или λάθος) — описка
-
7 γραφικός
γραφικός, 1) das Schreiben betreffend, zum Schreiben gehörig, μέλαν Theophr.; λέξις, schriftlicher Ausdruck, Arist. rhet. 3, 12, wo der Ggstz ἀγωνιστική, der minder gewählte, mündliche Ausdruck der Sachwalter; ἁμάρτημα, Schreibfehler, Pol. 34, 3, 11; δύναμις, das Vermögen, schriftlich darzustellen, der Styl, Luc. Alex. 3, u. sonst Rhet.; ὑπόϑεσις, Stoff zum Schreiben, Plut. Alex. 17. – 2) im Malen erfahren, Plat. Theaet. 144 e u. A.; ἡ γραφική, sc. τέχνη, Malerkunst, Gorg. 450 c Soph. 234 b; εἰκασία τῶν ὁρωμένων Xen. Mem. 3, 10, 1 u. oft; – malerisch, πρόςοψις D. Sic. 2, 53; γραφικῶς κεκοσμημένη Plut. Ant. 26; auch vom Styl, Dion. Hal.; – gemalt, γραφικοὶ ἔρωτες Plut. Ant. 26.
-
8 εἰκασία
εἰκασία, ἡ (εἰκάζω), Abbildung; γραφικὴ ἡ εἰκ. τῶν ὁρωμένων Xen. Hem. 3, 10, 1; Hesych. ὁμοιότης. – Vergleichung, Plut. Them. 29; bei den Rhett. = εἰκών, Gleichniß, Demetr. eloc. 80. – Vermuthung, Plat. Rep. VI, 511 e VII, 534 a; Luc. Amor. 8.
-
9 δημιο υργία
δημιο υργία, ἡ, das Verfertigen, Hervorbringen; ζώων Plat. Tim. 41 c; Arist. H. A. 1, 13; τῶν εἰδώλων Plat. Rep. X, 599 a; ἐκ τῶν λίνων Polit. 280 c; τεχνῶν, Betreiben der Künste, Conv. 197 a; die Kunst, das Handwerk, γραφικὴ καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη δ. Rep. IV, 401 a; καὶ τέχναι VI, 495 d; αἱ τῶν περὶ τὰ πέμματα δημιουργίαι Ath. I, 18 c. – Die Verwaltung der Staatsangelegenheiten, Staatsamt, Arist. Pol. 5, 10.
-
10 εικασια
ἥ1) изображение, образ, подобие(γραφική Xen.)
2) уподобление, сравнение(ἥδεσθαι τῇ εἰκασίᾳ Plut.)
3) предположение, догадка(πίστις καὴ εἰ. Plat.)
-
11 ύλη
η1) вещество, материал;πρώτες ύλες — сырьё;
πλαστικές ύλες — пластмассы;
καύσιμη ύλη — горючее (топливо);
ανταλλαγή ( — или εναλλαγή) ύλης — обмен веществ;
2) перен. материал; тема, содержание (книги и т. п.); объект (науки);ύλ εφημερίδας — газетный материал;
γλωσσική ύλη — языковой материал;
3) филос, материя;4) материальные блага;§ γραφική ύλη — письменные принадлежности
-
12 γραφικήι
-
13 γραφικῆι
-
14 μουσική
A any art over which the Muses presided, esp. poetry sung to music, Pi.O.1.15, Hdt.6.129;μουσικῆς ἀγών Th.3.104
, cf. IG12.84.16, etc.;ποίησις ἡ κατὰ μουσικήν Pl.Smp. 196e
, cf. 205c; τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Answ.μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν Id.Alc.1.108d
.2 = ἀγὼν μουσικῆς, IG 12(9).189.8 (Eretria, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσική
-
15 γραφικός
γραφικός, (1) das Schreiben betreffend, zum Schreiben gehörig; λέξις, schriftlicher Ausdruck, Ggstz ἀγωνιστική, der minder gewählte, mündliche Ausdruck der Sachwalter; ἁμάρτημα, Schreibfehler; δύναμις, das Vermögen, schriftlich darzustellen, der Stil; ὑπόϑεσις, Stoff zum Schreiben. (2) im Malen erfahren; ἡ γραφική, sc. τέχνη, Malerkunst; malerisch; auch vom Stil; gemalt
См. также в других словарях:
γραφικῇ — γραφικός capable of drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφική — γραφικός capable of drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφική παράσταση — Η παράσταση των φαινομένων με γεωμετρικά σχήματα, με σκοπό να δοθεί μία άμεση, ζωηρή και περισσότερο κατανοητή αντίληψη της πορείας και της δομής των ίδιων των φαινομένων. Οι στατιστικές σειρές μεταφράζονται με τα λεγόμενα ιδεογράμματα και… … Dictionary of Greek
γραφικῆι — γραφικῇ , γραφικός capable of drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek