-
1 μονό-λιθος
μονό-λιθος, aus einem Steine, ion. μουνόλιϑος, οἴκημα, στέγη, Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp.
-
2 λίθος
Grammatical information: m.f. (on gender cf. Schwyzer-Debrunner 37 and n. 6, Shipp Studies 76)Meaning: `stone, stoneblock, rock, precious stones' (Il.).Compounds: compp., e.g. λιθο-βόλος m. `stone-thrower' (Att.), μονό-λιθος `consisting of one stone' (Hdt.).Derivatives: Several derivv. 1. Diminut.: λιθ-ίδιον (Pl., Arist.), - άριον (Thphr., hell. inscr.), - αρίδιον (Alex. Trall.). 2. collectives: λιθάς, - άδος f. `rain of stones, throw..' (Od., A., Nic.; Chantraine Form. 352), λιθία `rock' (hell.; cf. Chantraine 81). 3. λίθαξ f. `stone' (ε 415 [attributive], hell. poetry), λιθακός `id.' (Stesich.; Chantraine 384), λιθίς = λιθίασις (s. below; Hp.). - 4. Adject.: λίθεος (Hom.), λίθιος (Thess.), - ειος (sch.) `of stone'; λίθινος `id.' (Pi., IA.), λιθικός `belonging to (a) stone' (hell.). λιθώδης `stonelike, stony' (IA.) with λιθωδία (Eust.). - 5. Verbs: λιθάζω `throw with stones, lapidate' (Arist., Anaxandr.) with λιθασ-μός, - τής, - τικός (A. D., sch.); λιθόομαι `be changed into stone' (Arist.) with λίθωσις (Aristeas, Plu.); λιθιάω (- θάω) `suffer from the stone' (Hp.; after the verbs of disease in - ιάω, Schwyzer 732) with λιθίασις (Hp., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Wrong or quite improbable hypotheses mentioned in Bq, WP. 2, 379 and W.-Hofmann s. laedō. After Grošelj Živa Ant. 5, 111 f. to λεῖος, λιτός etc. with θ-suffix; comparable Scheftelowitz Festgabe H. Jacobi (Bonn 1926) 28: to Lith. slidùs `smooth'. Words for `stone' etc. are often taken from a substratum.Page in Frisk: 2,122Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίθος
-
3 μονόλιθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόλιθος
-
4 μονόλιθος
μονό-λιθος, aus einem Steine; nur aus Stein gemacht -
5 μονολιθος
ион. μουνόλῐθος 2высеченный из одного лишь камня, сделанный из одной глыбы, монолитный(οἴκημα, στέγη Her.)
-
6 μουνογενής
μουνο-γενής, [suff] μουνό-γονος, [suff] μουνό-λιθος, [suff] μουνο-μήτωρ, [suff] μουνο-τόκος, [full] μουνόω, etc., v. μονο-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουνογενής
См. также в других словарях:
φιλοσοφική λίθος — Κατά τους αλχημιστές, φανταστική ουσία ή πέτρα ικανή να μετατρέψει τα ατελή μέταλλα σε τέλεια. Ο Ρογήρος Mπέικον βεβαίωνε ότι ο αλχημιστής, με τη φιλοσοφική πέτρα ή το ελιξήριο, δεν προσπαθούσε παρά μόνο να επιταχύνει το έργο της φύσης, δηλαδή να … Dictionary of Greek
κατάλιθος — κατάλιθος, ον (Α) στολισμένος με πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιθος (< λίθος), πρβλ. μονό λιθος, υπό λιθος] … Dictionary of Greek
πολύλλιθος — ον, Α αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονό λιθος] … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek