-
1 μολύβδου
μόλυβδοςlead: masc gen sgμολυβδόωmelt like lead: pres imperat act 2nd sgμολυβδόωmelt like lead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 πεσσός
πεσσός, ὁ, att. - ττός, 1) der länglich runde Stein im Brettspiel; gew. im plur., πεσσοῖσι ϑυμὸν ἔτερπον, Od. 1, 107; Pind. frg. 95, 4; Her. 1, 94; Eur. Med. 68; πεσσῶν ἡδομένους μορφαῖσι πολυπλόκοις, I. A. 196; πεττῶν ϑέσις, Plat. Rep. I, 333 b; vgl. Ath. I, 16 f. Auch das Brett zum Spiele hieß so, sonst πεττόν und ἀβάκιον; οἱ πεσσοί auch = der Ort, wo im Brett gespielt wird, und das Spiel selbst, gew. πεσσεία; vgl. Eur. Med. 67. – Sprichwörtlich πεττῶν δίκην δεῠρο κἀκεῖ τὰς κοινὰς ἐννοίας μετατιϑείς, Plut. adv. Stoic. 20. – 2) ein länglich runder Körper aus Wolle, Seide, Leinwand, Gummi u. dgl. verfertigt, mit Heilmitteln gemischt od. bestrichen u. in den After od. andere hohle Theile des Leibes gesteckt, Medic. – Auch längliche Bleikugeln, ἐκ μολύβδου, App. Mithrid. 31. – 3) in der Baukunst ein viereckiger Untersatz unter den Stützen der Schwibbogen, Strab. u. Sp.
-
3 μόλυβδος
μόλυβδος, ὁ, so richtiger als μόλιβδος, welche Form von E. M. p. 590, 8 gänzlich verworfen wird, während μόλιβος u. Ableitungen der Ueberlieferung nach mit ι und erst spät fälschlich mit υ geschr. wurden, vgl. Eust. Il. p. 1340, 30 u. Jacobs A. P. p. 137; – Blei; τηκτός, Eur. Andr. 266; Ar. Nubb. 903 u. öfter; νόμισμα κόψας μολύβδου, Her. 3, 56; Tim. Locr. 99 c; Xen. An. 3, 4, 17; Folgde.
-
4 ἀπο-χέω
ἀπο-χέω (s. χέω), ausgießen, verschütten, Hom. Od. 22, 20. 85 ἀπὸ δ' εἴδατα χεῠεν ἔραζε; Iliad. 22, 468 τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα, Aristarch βάλε, s. Scholl. Didym.; ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι παγάν Eur. Ion. 148; ἀποχεομένων ὑδάτων, ἀποχυϑέντος μολύβδου Pol. 34, 9, 10. 11, u. a. Sp.; φύλλα ἀποχυϑέντα, abgefallenes Laub, Plut. Alex. fort. 1, 10 E. – Vom Getreide, schossen, Theophr.
-
5 καταχρυσοω
1) отделывать золотом или золотить(νόμισμα μολύβδου Her.; τὰ ὅπλα Plut.)
2) украшать золотом, делать пышным(τέν πόλιν Plut.)
3) ирон. золотить словно священную статую, т.е. превозносить до небес(Εὐριπίδην Arph.)
-
6 λευκόν
τό1) белизна;τό λευκόν τού χιονιού — белизна снега;
2) перен. чистота, незапятнанность;τό λευκόν τού χαρακτήρος — безупречность характера;
3) белок;λευκόν του ωού — белок яйца;
του οφθαλμού — белок глаза;§ λευκόν του μολύβδου — свинцовые белила;
εντολή εν λευκώ — карт-бланш;
πίστωσις εις λευκόν — бланковый кредит, кредит без обеспечения;
υπογράψω εν λευκώ — а) выдавать (чек, вексель и т. п.) на предъявителя; — б) полностью доверять
-
7 μολυβδοκρατευταί
μολυβδο-κρᾰτευταί, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολυβδοκρατευταί
-
8 πεσσός
A , Euph.61 :— oval-shaped stone for playing draughts or backgammon, usu. in pl. ( λευκοῖο σημήϊα π. AP9.482.21 (Agath.)),πεσσοῖσι.. θυμὸν ἔτερπον Od.1.107
, cf.Hdt.1.94 ;τοὶ μὲν ἵπποις.., τοὶ δὲ πεσσοῖς.. τέρπονται Pi.Fr.129.4
;πεττῶν θέσις Pl.R. 333b
; ἐφηῦρε πεσσοὺς κύβους τε (sc. Palamedes) S. Fr.479.4 ; πόλεις πεσσῶν ὁμοίως διαφοραῖς ἐκτις μέναι as if moved from place to place like draughts, E.Fr.360.9; ἒν μὲν τόδ' ἡμῖν, ὥσπερ ἐν πεσσοῖς, δίδως κρεῖσσον you have given me a piece (as at chess), Id.Supp. 409 ;κατὰ τὸν ἐν πεττοῖς νόμον Ar.Ec. 987
;πεττῶν δίκην τὰς κοινὰς ἐννοίας μετατιθείς Plu.2.1068c
; ἐν πεττοῖς καὶ κύβοις διημερεύειν ib.272f ;ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς Arist.Pol. 1253a7
.2 the board on which the game was played, πεσσὰ πεντέγραμμα, since the pieces were placed on five lines, S.Fr. 429.3 οἱ π. the place in which the game was played, or the game itself, E.Med.68 ;ἔνθα Διὸς.. θᾶκοι π. τε καλοῦνται Cratin.7
.II medicated plug of wool or lint to be introduced into the vagina, anus, etc., pessary, Thphr.HP9.20.4, Dsc.1.106, 2.61, Cels.5.21, etc.III in Archit., cubic mass of building, terrace, Str.16.1.5, POxy.1272.6 (ii A. D.), Procop.Aed.1.1.37. -
9 ἐξάρτησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάρτησις
-
10 μόλιβος
μόλιβος, ου, ὁ (Hom.+; PTebt 121, 52; 84; LXX; TestAbr A 20 p. 103, 6f [μολύβδου; Stone p. 54]; GrBar 5:3 ‘leaden missile’; Jos., Bell. 6, 278, Ant. 15, 398. On the var. forms and spellings s. Thackeray 96; 116) lead, because of its low melting point a symbol of the earth, destroyed in the fire of the last judgment 2 Cl 16:3.—DELG s.v. μόλυβδος.
См. также в других словарях:
μολύβδου — μόλυβδος lead masc gen sg μολυβδόω melt like lead pres imperat act 2nd sg μολυβδόω melt like lead imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκό μολύβδου — Λευκή χρωστική ουσία (πήγμα), με βάση τον ανθρακικό μόλυβδο. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία στουπέτσι. Χρησιμοποιήθηκε από το απώτατο παρελθόν για τις εξαιρετικές χρωστικές του ιδιότητες, κυρίως σε πρόσμειξη με λινέλαιο. Σήμερα όμως η… … Dictionary of Greek
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek
γαληνίτης — Ορυκτό που η χημική του σύσταση καθορίζεται ως θειούχος ένωση του μολύβδου (PbS). Αποτελεί ένα από τα 300 και πλέον μέλη της ομάδας των θειούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα (ολοεδρία), σε κρυστάλλους καλά διαπλασμένους, με μορφή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λιθάργυρος — Κοινή ονομασία του οξειδίου του μολύβδου με χημικό τύπο PbO. Βρίσκεται σε μορφή ερυθροκίτρινης σκόνης με πολύ μεγάλη πυκνότητα (ειδική πυκνότητα: 9,53) και παρασκευάζεται με θέρμανση του μολύβδου στον αέρα. Μολονότι έχει τις ίδιες τοξικές… … Dictionary of Greek
λιναρίτης — Θειικό ορυκτό του μολύβδου και του χαλκού με χημικό τύπο (Pb,Cu)SO4(OH)2. Ο λ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, σχηματίζοντας επιμήκεις πλακοειδείς κρυστάλλους με έντονο βαθύ μπλε χρώμα. Η ονομασία του οφείλεται στην ισπανική πόλη Λινάρες,… … Dictionary of Greek
αγγλεσίτης — Ορυκτό, θειικό άλας του μολύβδου. Βρίσκεται στη φύση σε κρυστάλλους ρομβικού σχήματος. Έχει σκληρότητα 3, ειδικό βάρος 6,3 και λάμψη αδαμαντοειδή προς στεατώδη. Είναι άλλοτε άχρωμος και διαυγής, άλλοτε θολωμένος ποικιλόχρωμος ή σκοτεινόχρωμος,… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek