-
1 свинцовый
μολυβένιος, μολύβδινος- сурик (красный) το ερυθρό μολύβδου, το μίνιο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свинцовый
-
2 сурик
1. (минерал) το μίνιο (ξεν.), το κιννάβαριсвинцовый - (красный) το ερυθρόν του μολύβδου, το μίνιο (μολύβδου)2. (краска) το συρικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сурик
-
3 свинцовый
επ., βρ: -цов, -а, -о.1. μολύβδινος, -δένιος. || μολυβδούχος. || μολυβδωτός.2. μολυβής, μολυβδόχρωμος.3. μτφ. βαρύς. || καταθλιπτικός.εκφρ.свинцовый блеск – ο γαληνίτης ή θειούχος μόλυβδος•- ые руды – μεταλλεύματα μολύβδου•- ые белила – λευκό μολύβδου, στουπέτσι. -
4 абштрих
(в производстве свинца) η σκωρία (στην παραγωγή μολύβδου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абштрих
-
5 азид
хим. το αζίδιο, το αζωτίδιοсвинца - μολύβδου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > азид
-
6 белила
1. (белый пигмент) η λευκή χρωματική ουσία, ο σοβάς 2. (краска) το λευκό χρώμα (βαφή), ο σοβάς, το ασβεστοκονίαμαсвинцовые - του μολύβδου, ο βασικός ανθρακικός μόλυβδοςцинковые - του ψευδαργύρου, το λευκό οξ(ε)ίδιο του ψευδαργύρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > белила
-
7 глёт
το οξείδιο του μολύβδου, ο λιθάργυρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глёт
-
8 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод
-
9 оксид
το οξείδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оксид
-
10 рафинирование
το καθάρισμα, ο εξευγενισμός, η διϋλιση, το ραφινάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рафинирование
-
11 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
12 pewter
['pju:tə]noun, adjective((of) a metal made by mixing tin and lead: That mug is (made of) pewter; a pewter mug.) κράμα κασσίτερου και μολύβδου -
13 станиоль
-я α. λεπτό φύλλο μολύβδου, αλουμινίου, κασσίτερου.
См. также в других словарях:
μολύβδου — μόλυβδος lead masc gen sg μολυβδόω melt like lead pres imperat act 2nd sg μολυβδόω melt like lead imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκό μολύβδου — Λευκή χρωστική ουσία (πήγμα), με βάση τον ανθρακικό μόλυβδο. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία στουπέτσι. Χρησιμοποιήθηκε από το απώτατο παρελθόν για τις εξαιρετικές χρωστικές του ιδιότητες, κυρίως σε πρόσμειξη με λινέλαιο. Σήμερα όμως η… … Dictionary of Greek
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek
γαληνίτης — Ορυκτό που η χημική του σύσταση καθορίζεται ως θειούχος ένωση του μολύβδου (PbS). Αποτελεί ένα από τα 300 και πλέον μέλη της ομάδας των θειούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα (ολοεδρία), σε κρυστάλλους καλά διαπλασμένους, με μορφή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λιθάργυρος — Κοινή ονομασία του οξειδίου του μολύβδου με χημικό τύπο PbO. Βρίσκεται σε μορφή ερυθροκίτρινης σκόνης με πολύ μεγάλη πυκνότητα (ειδική πυκνότητα: 9,53) και παρασκευάζεται με θέρμανση του μολύβδου στον αέρα. Μολονότι έχει τις ίδιες τοξικές… … Dictionary of Greek
λιναρίτης — Θειικό ορυκτό του μολύβδου και του χαλκού με χημικό τύπο (Pb,Cu)SO4(OH)2. Ο λ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, σχηματίζοντας επιμήκεις πλακοειδείς κρυστάλλους με έντονο βαθύ μπλε χρώμα. Η ονομασία του οφείλεται στην ισπανική πόλη Λινάρες,… … Dictionary of Greek
αγγλεσίτης — Ορυκτό, θειικό άλας του μολύβδου. Βρίσκεται στη φύση σε κρυστάλλους ρομβικού σχήματος. Έχει σκληρότητα 3, ειδικό βάρος 6,3 και λάμψη αδαμαντοειδή προς στεατώδη. Είναι άλλοτε άχρωμος και διαυγής, άλλοτε θολωμένος ποικιλόχρωμος ή σκοτεινόχρωμος,… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek