Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεσσεία

См. также в других словарях:

  • πεσσεία — πεσσείᾱ , πεσσεία game resembling draughts fem nom/voc/acc dual πεσσείᾱ , πεσσεία game resembling draughts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… …   Dictionary of Greek

  • Игра в шашки —    • Πεσσεία или πεττεία,          см. Ludi, Игры, 7 …   Реальный словарь классических древностей

  • πεττείαις — πεσσεία game resembling draughts fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεττεία — πεττείᾱ , πεσσεία game resembling draughts fem nom/voc/acc dual (attic) πεττείᾱ , πεσσεία game resembling draughts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεττείας — πεττείᾱς , πεσσεία game resembling draughts fem acc pl (attic) πεττείᾱς , πεσσεία game resembling draughts fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИГРЫ —    • Ludi.     I. Общественные.          a) У греков (α̉γώνες), см. Olympia, Олимпия; Pythia, Пифия; Nemea, Немея; Isthmia, Истмии.          b) У римлян (ludi). Публичные сценические и праздничные И., по своей главной цели благодарственные… …   Реальный словарь классических древностей

  • Мелодия — У этого термина существуют и другие значения, см. Мелодия (значения). Мелодия (др. греч. μελῳδία  распев лирической поэзии, от μέλος  напев, и ᾠδή  пение, распев)  один (в монодии единственный) голос музыкальной факту …   Википедия

  • πεσσός — Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • πεττεία — ἡ, Α βλ. πεσσεία …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»