Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μιμνέτω

См. также в других словарях:

  • μιμνέτω — μίμνω stay pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… …   Dictionary of Greek

  • οιόγαμος — οἰόγαμος, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονόγαμος («εἰ δέ τις ἡμῑν μέμφεται, ἐν πενίη μιμνέτω οἰογάμῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»