-
1 σμικρολογια...
σμικρολογία...μικρολογία, σμῑκρολογίαἥ1) пристрастие к пустякам, мелочность Plut.2) пустое словопрение3) умаление, принижение Isocr.4) скупость, скаредность Polyb., Luc. -
2 σμικρολογία
σμῑκρολογίᾱ, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc /acc dualσμῑκρολογίᾱ, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σμῑκρολογίαι, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc plσμῑκρολογίᾱͅ, μικρολογίαmeanness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 σμικρολογίᾳ
Βλ. λ. σμικρολογία -
4 μικρολογια
μικρολογία, σμῑκρολογίαἥ1) пристрастие к пустякам, мелочность Plut.2) пустое словопрение3) умаление, принижение Isocr.4) скупость, скаредность Polyb., Luc.
См. также в других словарях:
σμικρολογία — σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολογίᾳ — σμῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl σμῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek