Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γλισχρότης

См. также в других словарях:

  • γλισχρότης — stickiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητα — γλισχρότης stickiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητι — γλισχρότης stickiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητος — γλισχρότης stickiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»