-
1 μητραγυρτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητραγυρτέω
-
2 μητραγυρτέω
μητρ-αγυρτέω, als ein μητραγύρτης betteln -
3 μητριάζω
μητριάζω, = μητραγυρτέω, Poll. 3, 11.
-
4 μην-αγυρτέω
μην-αγυρτέω, als ein μηναγύρτης bettelnd herumziehen, Euseb. Vgl. μητραγυρτέω.
-
5 μητραγυρτείν
-
6 μητραγυρτεῖν
-
7 μητραγυρτούντας
-
8 μητραγυρτοῦντας
-
9 μητραγυρτούντες
-
10 μητραγυρτοῦντες
-
11 μητραγυρτών
μητραγύρτηςbegging priest of Cybele: masc gen plμητραγυρτέωto be a: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
12 μητραγυρτῶν
μητραγύρτηςbegging priest of Cybele: masc gen plμητραγυρτέωto be a: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
13 μητραγύρτης
μητραγύρτηςbegging priest of Cybele: masc nom sgμητραγυρτέωto be a: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
14 μηναγυρτέω
A v.l. for μητραγυρτέω in D.H.2.19 (ap.Eus.PE2.8).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηναγυρτέω
См. также в других словарях:
μητραγυρτεῖν — μητραγυρτέω to be a pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγυρτοῦντας — μητραγυρτέω to be a pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγυρτοῦντες — μητραγυρτέω to be a pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγυρτῶν — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc gen pl μητραγυρτέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγύρτης — begging priest of Cybele masc nom sg μητραγυρτέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)