Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μηναγύρτης

См. также в других словарях:

  • μηναγύρτης — μηναγύρτης, ὁ (Α) 1. μητραγύρτης* 2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης τίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνους και τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)] …   Dictionary of Greek

  • μηναγύρτης — a priest of Rhea masc nom sg μηναγυρτέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναγύρται — μηναγύρτης a priest of Rhea masc nom/voc pl μηναγύρτᾱͅ , μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναγυρτῶν — μηναγύρτης a priest of Rhea masc gen pl μηναγυρτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναγύρτην — μηναγύρτης a priest of Rhea masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναγύρτῃ — μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναγυρτώ — μηναγυρτῶ, έω (Α) [μηναγύρτης] (δ. γρφ.) μητραγυρτώ* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»