-
1 μητραγυρτούντες
-
2 μητραγυρτοῦντες
-
3 ἀγυρτέω
ἀγυρτέω, bei Ath. VI, 226 d, in μητραγυρτοῦντες verbessert.
См. также в других словарях:
μητραγυρτοῦντες — μητραγυρτέω to be a pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)