-
1 μητραγυρτέω
μητρ-αγυρτέω, als ein μητραγύρτης betteln -
2 μητριάζω
μητριάζω, = μητραγυρτέω, Poll. 3, 11.
-
3 μην-αγυρτέω
μην-αγυρτέω, als ein μηναγύρτης bettelnd herumziehen, Euseb. Vgl. μητραγυρτέω.
См. также в других словарях:
μητραγυρτεῖν — μητραγυρτέω to be a pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγυρτοῦντας — μητραγυρτέω to be a pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγυρτοῦντες — μητραγυρτέω to be a pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγυρτῶν — μητραγύρτης begging priest of Cybele masc gen pl μητραγυρτέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητραγύρτης — begging priest of Cybele masc nom sg μητραγυρτέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)