Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μηρι

См. также в других словарях:

  • μηρί — το (ΑΜ μηρίον, Μ και μηρί και μηρίν) βλ. μερί …   Dictionary of Greek

  • μηρί — το ιού, το μπούτι, ο μηρός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηρί' — μηρία , μηρία thigh bones neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερί — και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι) ο μηρός νεοελλ. στον πληθ. τα μεριά α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα τού σώματος β) τα πλευρά τής πρύμνης πλοίου μσν. 1. βάση, υποστάτης 2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» κατάγομαι… …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»