Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μετ-εκ-δίδωμι

См. также в других словарях:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετεκδίδωμι — (Α) (το μέσ.) μετεκδίδομαι μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»