Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μετεώρῳ

См. также в других словарях:

  • μετεωρώ — μετεωρῶ, έω (ΑΜ) [μετέωρος] κρατώ κάτι μετέωρο αρχ. 1. αιωρούμαι 2. ανυψώνω …   Dictionary of Greek

  • μετεωρῶ — μετεωρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετεωρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεώρω — μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεώρῳ — μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεώρωι — μετεώρῳ , μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»