-
1 Μέλ'
Μέλα, Μέλαςblack: masc voc sg (epic)Μέλα, Μέληςmasc voc sg (doric)Μέλα, Μέληςmasc nom sg (epic doric)Μέλαι, Μέληςmasc nom /voc pl (doric)Μέλᾱͅ, Μέληςmasc dat sg (doric aeolic) -
2 μέλ'
μέλε, μέλεmasc voc sgμέλαι, μέληfem nom /voc plμέλᾱͅ, μέληfem dat sg (doric aeolic)μέλι, μέλιhoney: neut nom /voc /acc sgμέλε, μέλωto be an object of care: pres imperat act 2nd sgμέλε, μέλωto be an object of care: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 μελάνθεμον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνθεμον
-
4 μελάνθεον
A v. μελάνθιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνθεον
-
5 μελανθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανθής
-
6 μελάνθινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνθινος
-
7 μελάνθιον
μελ-άνθιον, τό,A a herb whose seeds were used as spice, black cummin, Nigella sativa, Hp. Mul.1.74, Steril.230, LXX Is.28.27, Dsc.3.79, POxy.1088.16 (i A. D.), PMag.Par.1.919, Gp.13.4.2, al.: gen.μελανθέου PStrassb.102.8
(iii B. C.); μελανθείου (with v. l. μελανθείης) Nic. Th.43;μελανθύου PCair.Zen.292.325
, cf. 20 (iii B. C.): dat.μελανθείῳ PTeb.69.25
(ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνθιον
-
8 μέλασμα
IV in pl., spots in the moon, Cleom. 2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλασμα
-
9 μελασμός
μελ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελασμός
-
10 μεληδών
A = μελεδώνη 1, Simon.39.1 (pl.), A.R.3.812 (pl.), Anacreont.14.6, AP5.292.3 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεληδών
-
11 μέλημα
-
12 μελησίμβροτος
μελ-ησίμβροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελησίμβροτος
-
13 μελησμός
μελ-ησμός, ὁ,A care, diligence, EM 444.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελησμός
-
14 μελητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελητέον
-
15 Εὐρώπιος
1 of Europa πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Turyn, Wil.: εὐρωπία κρανᾶν ἑλ[ικὸ]ς τε ποταμοῦ G-H: Εὐρωπίᾳ κράνᾳ Μέλ[ανό]ς τε Wil.; cf. Turyn ad loc., “intellego appositionem esse ad verba ἲς Ἀχελωίου”: = ?Akidalian spring, Wil., G. G. A., 1900, 43) fr. 70. 2. -
16 μέλε
------------------------------------A my friend! Ar.Eq. 671, Nu.33, 1192, V. 1400, Pax 137, Ec. 120, 133;νὴ Δία, ὦ μ. Pl.Tht. 178e
; τί κόπτεις, ὦ μ.; Men.457: sarcastically,διαρραγείης, ὦ μ. Ar.Av. 1257
. (Gramm. expl. it by ὦ ἐπι-μελ-είας ἄξιε καὶ οἷον με-μελ-ημένε, Sch.Pl. l.c. (who says it was originally used by women only), or connect it with μέλεος, Sch.Ar.Eq. 668: but it is perh. voc. of Μέλος 'good', cf. Lat. melior.) -
17 μείλιχος
Grammatical information: adj.Meaning: `oft, mild, friendly' (Il.); also μειλίχιος `id.' (Il.); Μειλίχιος surn., esp. of Zeus (IA.), Att. also Μιλίχιος (early itacism, Schwyzer 193), Dor. Μηλ-, Arc. Μελ-, with Μειλιχιεῖον `temple of Zeus M.' (Halaesa); details in Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.Other forms: Aeol. μέλλιχος.Compounds: Compp., e.g. μελλιχό-φωνος (Sapph.), ἀ-μείλιχος `unfriendly, irreconcilable' = ἀμείλικτος (Il.; cf. Frisk Adj.priv. 7f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From μείλιχος: 1. μειλιχίη f. `softness, mildness' (O741, Hes., A. R.); 2. μειλιχώδης `soft' (Cerc.); μειλίχη f. `boxing-glove' (Paus. 8, 40, 3; cf. πυρρίχη); 4. μειλίσσω, aor. - ίξαι `calm' (Il.), also with ἐκ-; μείλιγμα ( μέλιχμα Miletos VIa ; Schulze Kl. Schr. 411) n. `means to calm, expiational offer' (κ 217), ( ἐκ-)μείλιξις `expiation' (Anon. ap. Suid., Eust.), μειλικ-τήριος `expiating' (A. Pers. 610), - τικῶς adv. `id.' (sch.); μείλικτρα pl. = μειλίγματα (A. R.). Popular formation with χ-suffix as in νηπίαχος, ὁσσίχος (Dor.) a. o. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), firt to μείλια (s. v.), but without certain further connection. The diff. dialectforms μειλ-: μελλ-: μηλ- can be explained from μελ-ν-, whereby one thought partly of Lat. mel `honey', gen. mellis (if really from *mel-n-és), partly of Lith. malóne `mercy'; see the lit. in W.-Hofmann s. mel, melior and mītis; old lit. also in WP. 2, 244 and in Bq. -- Folketymologically μείλιχος was no doubt connected with μέλι (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), but μειλισσέμεν H410 not with Schmid BphW 36, 1414ff. for *μελισσέμεν from μέλι, cf. Kretschmer Glotta 10, 242. On the coexistence of μειλιχίη and μειλίσσω Scheller Oxytonierung 40; observations on μείλιχος: μειλίχιος in Porzig Satzinhalte 207 f..Page in Frisk: 2,194-195Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μείλιχος
-
18 κράνα
κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.)1 springΦοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39
Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν P. 3.69
κράναν Ὑπερῇδα λιπών P. 4.125
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene P. 4.294 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326. -
19 Μέλας
Μέλας a river flowing into lake Kopais in Boeotia; its reed beds were famous for producing flutes. πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (supp. Wil.: τε ποταμοῦ ῥοαὶ Π: ποταμοῦ del. Wil. ut glossema) fr. 70. 2. -
20 ῥοά
a stream, currentὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
παρ' Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36 Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ (Wil.: τε ποταμοῦ ῥοαὶ Π.) fr. 70. 2 ἰδίᾳ τἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς N. 3.25
b met. προμαθείας δ' ἀπόκινται ῥοαί (join προμαθείας ῥοαί) N. 11.46 met. of song, cf. N. 7.62 supra,ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.33
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.19
] ροαι δὲ Μοισαι[ ?fr. 334a. 3.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μέλ' — Μέλα , Μέλας black masc voc sg (epic) Μέλα , Μέλης masc voc sg (doric) Μέλα , Μέλης masc nom sg (epic doric) Μέλαι , Μέλης masc nom/voc pl (doric) Μέλᾱͅ , Μέλης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλ' — μέλε , μέλε masc voc sg μέλαι , μέλη fem nom/voc pl μέλᾱͅ , μέλη fem dat sg (doric aeolic) μέλι , μέλι honey neut nom/voc/acc sg μέλε , μέλω to be an object of care pres imperat act 2nd sg μέλε , μέλω to be an object of care imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελ, Μαξ — (Max Mell, Μάρμπουργκ, Στυρία 1882 – Βιέννη 1971). Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε ένας σύγχρονος ερμηνευτής της πνευματικότητας του μπαρόκ και του μεσαιωνικού θρησκευτικού μυστηρίου. Έγραψε πολλά δράματα, όπως Η παράσταση των … Dictionary of Greek
Γκίμπσον, Μελ — (Mel Gibson, Νέα Υόρκη 1956 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς της σύγχρονης εποχής (η αμοιβή του, στις αρχές του 21ου αι., ξεπερνά τα 30 εκατ. δολ. ΗΠΑ ανά ταινία) … Dictionary of Greek
Μπρουκς, Μελ — (Mel Brooks, Μπρούκλιν 1926 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ηθοποιού και παραγωγού Μέλβιν Καμίνσκι (Melvin Kaminsky). Πολυμήχανος, οξυδερκής, ταλαντούχος και αυτοδίδακτος στο ξεκίνημα του ηθοποιός της stand up… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… … Dictionary of Greek
φάλανθος — Όνομα πόλης της αρχαίας Αρκαδίας. Ήταν χτισμένη στα N της Μαντίνειας, στο ομώνυμο βουνό. Το όνομά της είχε και ένας δήμος της Αρκαδίας, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Πιάνα. * * * ον, Α 1. αυτός που είναι φαλακρός πάνω από το μέτωπο, στο βρέγμα 2.… … Dictionary of Greek
Mellite — General Category Organic compounds Chemical formula Al2[C6 … Wikipedia
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
Mellite (minéral) — Mellite Catégorie X : minéraux organiques[1] Mellite taillée Hongrie … Wikipédia en Français