-
1 αμείλικτος
-
2 ἀμείλικτος
-
3 ἀμείλικτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμείλικτος
-
4 ἀμείλικτος
ἀ-μείλικτος ( μειλίσσω): unsoftened, harsh, stern, relentless. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμείλικτος
-
5 αμειλίκτως
-
6 ἀμειλίκτως
-
7 αμείλικτον
-
8 ἀμείλικτον
-
9 αμειλίκτοιο
-
10 ἀμειλίκτοιο
-
11 αμειλίκτοις
-
12 ἀμειλίκτοις
-
13 αμειλίκτοισι
-
14 ἀμειλίκτοισι
-
15 αμειλίκτοισιν
-
16 ἀμειλίκτοισιν
-
17 αμειλίκτου
-
18 ἀμειλίκτου
-
19 αμειλίκτους
-
20 ἀμειλίκτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμείλικτος — αμείλικτος, η, ο και αμείλιχτος, η, ο επίρρ. α αδυσώπητος, σκληρός: Στα ζητήματα αυτά λέγανε πως ήταν αμείλικτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμείλικτος — unsoftened masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείλικτος — και χτος, η, ο (Α ἀμείλικτος, ον) [μειλίσσω] ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος … Dictionary of Greek
ἀμειλίκτως — ἀμείλικτος unsoftened adverbial ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλικτον — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc sg ἀμείλικτος unsoftened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοιο — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοις — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισι — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισιν — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτου — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτους — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)