Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μελιτίτης

См. также в других словарях:

  • μελιτίτης — μελιτίτης, ὁ (Α) 1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι 2. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μαργαρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μελιτίτης — wine prepared with honey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτίτην — μελιτίτης wine prepared with honey masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτίτου — μελιτίτης wine prepared with honey masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαιος — λήθαιος, αία, ον και ληθαῑος, αία, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων 3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή τού κάτω… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»