Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λήθαιος

См. также в других словарях:

  • λήθαιος — λήθαιος, αία, ον και ληθαῑος, αία, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων 3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή τού κάτω… …   Dictionary of Greek

  • ληθαῖος — λήθαιος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίων — λήθαιος of fem gen pl λήθαιος of masc/neut gen pl ληθαί̱ων , λήθαιος of fem gen pl ληθαί̱ων , λήθαιος of masc/neut gen pl ληθαῖος of fem gen pl ληθαῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαιον — λήθαιος of masc acc sg λήθαιος of neut nom/voc/acc sg ληθαῖος of masc acc sg ληθαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίαις — λήθαιος of fem dat pl ληθαί̱αις , λήθαιος of fem dat pl ληθαῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίη — λήθαιος of fem nom/voc sg (epic ionic) ληθαί̱η , λήθαιος of fem nom/voc sg (epic ionic) ληθαῖος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίης — λήθαιος of fem gen sg (epic ionic) ληθαί̱ης , λήθαιος of fem gen sg (epic ionic) ληθαῖος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίοιο — λήθαιος of masc/neut gen sg (epic) ληθαί̱οιο , λήθαιος of masc/neut gen sg (epic) ληθαῖος of masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίοις — λήθαιος of masc/neut dat pl ληθαί̱οις , λήθαιος of masc/neut dat pl ληθαῖος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίου — λήθαιος of masc/neut gen sg ληθαί̱ου , λήθαιος of masc/neut gen sg ληθαῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθαίῃ — λήθαιος of fem dat sg (epic ionic) ληθαί̱ῃ , λήθαιος of fem dat sg (epic ionic) ληθαῖος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»