Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μελίφρων

См. также в других словарях:

  • μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… …   Dictionary of Greek

  • μελίφρων — sweet to the mind masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίφρονα — μελίφρων sweet to the mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίφρονες — μελίφρων sweet to the mind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίφρονι — μελίφρων sweet to the mind masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίφρονος — μελίφρων sweet to the mind masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίφροσι — μελίφρων sweet to the mind masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίφρον' — μελίφρονα , μελίφρων sweet to the mind masc/fem acc sg μελίφρονι , μελίφρων sweet to the mind masc/fem dat sg μελίφρονε , μελίφρων sweet to the mind masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»