-
1 μελίφρων
μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem nom /voc sg -
2 μελίφρων
1 honey sweet to the mindμελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
μελίφρονι αὐδ[ᾷ (hiatus notabilis.) Πα... τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14. -
3 μελίφρων
A sweet to the mind, delicious,ὕπνος Il.2.34
, B.Fr.3.10;οἶνος Il.6.264
, Od.7.182, etc.;μ. θυμός Hes.Sc. 428
;νόστος Simon.119
;σκόλιον Pi.Fr.122.11
;μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Id.N.7.11
;μ. δεσμὸν ἐρώτων Coluth. 95
.II [voice] Act., whose care is honey,Ἀρισταῖος A.R.4.1132
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίφρων
-
4 μελίφρων
μελί - φρων: honey - minded, honeylike, sweet.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μελίφρων
-
5 μελίφρονα
μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem acc sg -
6 μελίφρονες
μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem nom /voc pl -
7 μελίφρονι
μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem dat sg -
8 μελίφρονος
μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem gen sg -
9 μελίφροσι
μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem dat pl -
10 μελίφρον'
μελίφρονα, μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem acc sgμελίφρονι, μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem dat sgμελίφρονε, μελίφρωνsweet to the mind: masc /fem nom /voc /acc dual -
11 οἶνος
οἶνος, ὁ,A wine, μέλας οἶ. (cf. οἶνοψ) Od.5.265,9.196 ;ἐρυθρός 5.165
, 9.163 ;αἶθοψ Il.1.462
, 4.259 ;ἡδύς Od.2.349
,9.204 ;ἡδύποτος 15.507
;μελιηδής Il.4.346
, al. ;μελίφρων 6.264
;παλαιός Od.2.340
, Pi. O.9.48, cf. Simon.75 ;οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις X.An.4.4.9
;ἐΰφρων Il. 3.246
;εὐήνωρ Od.4.622
; : with Preps., ἐν οἴνῳ over one's cups, Ar.Lys. 1227, Call.Epigr.23.8 ; ;παρ' οἶνον Plu.2.143d
;μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴ. Th. 6.28
: also in pl.,ἡ ἐν τοῖς οἴ. διατριβή Pl.Lg. 641c
, 645c ;ἐπ' οἴνοις Pherecr.153.9
: pl. also, οἶνοι, wines, X.l.c., Pl.R. 573a,al. ; οἶνος δωδεκάδραχμος wine at 12 drachmae the cask, D.42.20 : prov.,οἶ. τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135
; οἶνος καὶ ἀλάθεα (v. ἀλήθεια), in vino veritas, Alc.57, Theoc.29.1 ;οἶνος.. ἀληθής Pl.Smp. 217e
; οἴνῳ τὸν οἶ. ἐξελαύνειν 'to take a hair of the dog that bit you', Antiph.300.1 : οἶνος is.freq. omitted, πίνεὶν πολύν (sc. οἶνον) E.Cyc. 569, Theoc.18.11 ; esp. with names of places, Θάσιος, Χῖος, etc., Eub.124, 125, 126 : resin was used as a preservative,πισσίτης οἶ. Plu.2.676c
.2 fermented juice of other kinds, οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος barley wine, a kind of beer, Hdt.2.77 ; οἶ. φοινικήϊος palm-wine, ib.86, cf. 1.193 ; lotus-wine, Id.4.177, etc. ; from which drinks grape- wine ([etym.] οἶ. ἀμπέλινος) is expressly distd., Id.2.60.
См. также в других словарях:
μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… … Dictionary of Greek
μελίφρων — sweet to the mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίφρονα — μελίφρων sweet to the mind masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίφρονες — μελίφρων sweet to the mind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίφρονι — μελίφρων sweet to the mind masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίφρονος — μελίφρων sweet to the mind masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίφροσι — μελίφρων sweet to the mind masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίφρον' — μελίφρονα , μελίφρων sweet to the mind masc/fem acc sg μελίφρονι , μελίφρων sweet to the mind masc/fem dat sg μελίφρονε , μελίφρων sweet to the mind masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek