-
1 Αρισταίος
-
2 Ἀρισταῖος
-
3 Ἀρισταῖος
ᾰρισταῑος son of Apollo and Cyrene, god of pastoral and agricultural activities. “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.65 cf. Servius ad Virg., Georg. 1. 14, Aristaeum invocat — quem Hesiodus dicit Apollinem pastoralem. — Pindarus — ait de Cea insula in Arcadiam migrasse ibique vitam coluisse. fr. 251. -
4 Ἀρισταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρισταῖος
-
5 Αρισταίε
-
6 Ἀρισταῖε
-
7 Αρισταίοι
-
8 Ἀρισταῖοι
-
9 Αρισταίον
-
10 Ἀρισταῖον
-
11 Αρισταίοιο
-
12 Ἀρισταίοιο
-
13 Αρισταίου
-
14 Ἀρισταίου
-
15 Αρισταίους
-
16 Ἀρισταίους
-
17 Αρισταίω
-
18 Ἀρισταίῳ
-
19 Αρισταίωι
-
20 Ἀρισταίωι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀρισταῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρισταίος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κυρήνης· ιδιαίτερα τον τιμούσαν οι αγροτικοί πληθυσμοί της Αρκαδίας, επειδή πίστευαν ότι είχε διδάξει στους ανθρώπους την τυροκομία, τη μελισσοκομία, ορισμένους τρόπους κυνηγιού και την… … Dictionary of Greek
Ἀρισταῖε — Ἀρισταῖος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρισταῖοι — Ἀρισταῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρισταῖον — Ἀρισταῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρισταίοιο — Ἀρισταῖος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρισταίου — Ἀρισταῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρισταίους — Ἀρισταῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρισταίων — Ἀρισταῖος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρισταίῳ — Ἀρισταῖος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аристей — Аристей русская передача древнегреческих имён Ἀρισταῖος (лат. Aristaeus) и Ἀριστέας (лат. Aristeas) : Аристей (др. греч. Ἀρισταῖος) древнегрече … Википедия