-
1 μεγα-κλεής
μεγα-κλεής, ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.
-
2 ἀ-κλεής
ἀ-κλεής, ές, ohne κλέος; Hom. dreimal, Od. 4, 728 νῠν αὖ παῖδ' ἀγαπητὸνἀνηρείψαντο ϑύελλαι ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ' ὁρμηϑέντος ἄκουσα, ohne daß man Nachricht von ihm hätte; Iliad. 7, 100 ἀλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως, ruhmlos; 12, 318 οὐ μὰν ἀκληεῖς Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες, vgl. Scholl. Didym.; – Nic. Al. 114; Qu. Sm. 3, 363; Call. Del. 295; – Plat. Legg. IX, 854 e ἀκλεὴς γενόμενος, ruhmlos; – Lys. 13, 45 ἀκλεέστατος ϑάνατος, der schimpflichste Tod; – Advb. bei Hom. dreimal, Iliad. 22, 304 μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην, ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι; Od. 1, 241. 14, 371 ἠδέ κε καὶ ᾡ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ' ὀπίσσω. νῠν δέ μινἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο· (οἴχετ' ἄιστος ἄπ υστος); – Her. 5, 74.
-
3 μεγακλεής
μεγᾰ-κλεής, ές,II parox. Μεγακλέης as pr. n.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγακλεής
-
4 μεγακλεής
μεγα-κλεής, ές, hochberühmt -
5 μεγακλεης
-
6 ἀγα
ἀγα-, intensive prefix,A very, as ἀγα-κλεής, etc., cf. ἄγαν. (Prob. for m?ἀγαXga, reduced form of μέγα.) -
7 ἀγα-
Grammatical information: prefixDerivatives: ἄγαμαι `admire, envy', ἀγάομαι (Hes.), ἀγαίομαι (Od.), ἀγάζω (A.). ἄγη `admiration, envy' (Il.).Origin: IE [Indo-European] [708] *meǵ-h₂- `great'Etymology: The same stem as μέγα-, PIE *m̥ǵh₂-. It agrees with Av. aš-, e.g. aš-aojah- `with great strength' (from zero grade *mǵs, Schindler, FS Hoenigswald 1987. 345). S. μέγας, ἄγαν.Page in Frisk: 1,5Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγα-
См. также в других словарях:
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… … Dictionary of Greek
μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] … Dictionary of Greek