-
1 μεγαλό-φρων
μεγαλό-φρων, ον, von großem, hohem Sinn, großmüthig, neben ἀνδρεῖος, Plat. Rep. VIII, 567 b, vgl. Alc. I, 119 d; Isocr. 2, 25 sagt μεγαλόφρονας νόμιζε μὴ τοὺς μείζω περιβαλλομένους ὧν οἷοί τ' εἰσὶ κατασχεῖν, ἀλλὰ τοὺς καλῶν μὲν ἐφιεμένους, ἐξεργάζεσϑαι δὲ δυναμένους οἷς ἂν ἐπιχειρῶσιν; Sp., wie Luc., μεγαλοφρονέστερος τῷ βίῳ, Anacr. 52, Plut. Alex. 12. – Adv. μεγαλοφρόνως, im tadelnden Sinne, hochmüthig, prahlend, Plat. Euthyd. 293 a, Xen. Hell. 4, 5, 6.
-
2 μεγαλόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόφρων
-
3 μεγαλόφρων
μεγαλό-φρων, ον, von großem, hohem Sinn, großmütig. Adv. μεγαλοφρόνως, im tadelnden Sinne: hochmütig, prahlend -
4 μέγας
Grammatical information: adj.Meaning: `great, big',Dialectal forms: Myc. mezoCompounds: Comp. μέζων, Att. μείζων (after κρείττων, ἀμείνων a. o.; cf. Schwyzer 538), sup. μέγιστος (Il.); cf. Seiler Steigerungsformen 63. Compp., e.g. μεγά-θυμος `with great mind' (Hom.), μεγαλ-ήτωρ `magnanimous' (Il.; Sommer Nominalkomp. 135), μεγαλό-φρων `magnanimous' (Att.; Hom. μέγα φρονέων, cf. Leumann Hom. Wörter 119f.), μεγιστό-τιμος `with highest honour' (A.).Derivatives: 1. From μεγα-: μέγεθος (cf. πλῆ-θος; - ε- vowelassim. ? Schwyzer 255), Hdt. μέγαθος, n. `greatness, sublimity' (Il.) with μεγεθ-ικός `quantitative' (Arist.-Comm.), - ύνω `magnify', pass. `become exalted' (after μεγαλύνω, late), - όομαι = μεγαλύνομαι (medic., S. E.); PN Μέγης with patron. Μεγάδης (Il.). 2. From μεγαλο-: μεγαλ-εῖος `grand(iose)' (Pl., X., Plb.; after ἀνδρεῖος enlarged) with - ειότης `highness, majesty' (LXX); μεγάλ-ωμα n. `greatness, power' (LXX; direct from μεγαλο-, cf. Chantraine Form. 187; diff. Georgacas Glotta 36, 169), - ωσύνη `id.' (LXX, Aristeas; - ω- analog., Schwyzer 529), - ωστί adv. `magnificently' (Schwyzer 624, Chantraine Gramm. hom. 1, 250). 3. From μέγιστος: μεγιστᾶνες m. pl. (rarely - άν sg.) `great lords, magnates' (Men., LXX, NT; after the PN in - ᾶνες, Björck Alpha impurum 55, 278ff.; diff. Schaeder in Schwyzer 521 n. 5), PN Μεγιστ-ώ f. (Emp. [personification], pap.), - ίας, - εύς (Boßhardt 92); μεγιστεύω `be(come) very great' (App.).Origin: IE [Indo-European] [708] *meǵh₂-Etymology: With μέγα, μέγας agrees Arm. mec `great', instr. meca-w, (a-stem); also Skt. máhi n. `great' (with h from - gh₂-; cf. below) can be equated as IE *mégh₂-. In Germanic the word lives on in OWNo. mjǫk `very', PGm. *meḱu, with secondary -u after * felu, Goth. filu `many' (s. πολύς). A reshaping after the i-stems shows Hitt. me-ik-ki n. `very', -iš `great'. Here also the Illyr. PN Mag-aplinus (Krahe IF 57, 117 f.). -- The final -α from -h₂ is the zero grade of -ā in Skt. mahā- `great' (as 1. member), mahā-nt- `id.'; the effect of a laryngeal (h₂) after g was aspiration in Skt (with gh \> h. As innovations to μέγα, μέγας, - αν are immediately understandable; the other forms have an l-enlargement which makes the inflexion easier, which is found in Germanic, e.g. Goth. mikils `grat' (PGm. * mekilaz) and in the synonymous Lith. dìdelis `grat' (from dìdis `id.'). Against the assumption of a common origin (Brugmann, Osthoff, Schulze a. o.) Walde(-P.) 2, 257, who rather assumes independent innovations (after χθαμαλός resp. from * mikins; rather then with Thurneysen KZ 48, 61 after leitils `small'). -- Further forms, for Greek uninteresting, in WP. 2, 257ff., Pok. 708f., W.-Hofmann s. magnus. Cf. ἀγα-. On μεγαίρω s. v.Page in Frisk: 2,189-190Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέγας
-
5 μεγαλοφρων
2, gen. ονος1) уверенный в себе, мужественный(πρὸς τοὺς πολεμίους Xen.)
2) великодушный, благородный(ἡσυχία Arph.)
См. также в других словарях:
ιθύφρων — ἰθύφρων, ον (Α) δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φρων (< φρην, φρενός, η), πρβλ. μεγαλό φρων, ομό φρων] … Dictionary of Greek
καλόφρων — καλόφρων, ονος (AM) αυτός που σκέπτεται καλά, ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων, υψηλό φρων] … Dictionary of Greek
ολοόφρων — ὀλοόφρων και οὐλοόφρων όνος, ὁ, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.) 2. οξύνους, μυαλωμένος,… … Dictionary of Greek
χαυνόφρων — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων, ὀλιγό φρων) … Dictionary of Greek
μειόφρων — μειόφρων, ονος, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, καὶ ἐλάττων φρενῶν, παράμωρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + φρων (< θ. φρεν , πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
μετριόφρων — ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ μετριόφρων, ον) αυτός που δεν τού αρέσει να επιδεικνύει την αξία του, που έχει απλούς τρόπους, σεμνός, απλός, ταπεινόφρων, μετριοπαθής. Επίρρ. μετριοφρόνως (Μ μετριοφρόνως) με μετριόφρονα τρόπο, με μετριοφροσύνη,… … Dictionary of Greek
μικρόφρων — μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων 2. μικροπρεπής, χαμερπής. επίρρ... μικροφρόνως (Α) με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
μονόφρων — μονόφρων, ον (Α) αυτός που έχει δικό του φρόνημα, δικές του προσωπικές απόψεις («δίχα δ ἄλλων μονόφρων εἰμί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
μωρόφρων — μωρόφρων, ὁ και ἡ (Μ) άνθρωπος ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. καλόφρων, μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
νεόφρων — Τραγικός ποιητής από τη Σικυώνα, που έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Είχε γράψει πάνω από 100 τραγωδίες, αλλά δε σώθηκαν παρά τρία αποσπάσματα της Μήδειας, που φαίνεται πως είναι και η σπουδαιότερη. Ο Ν. είναι ο εισηγητής στο θέατρο των… … Dictionary of Greek
ξυνόφρων — ξυνόφρων, ον (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει όμοια γνώμη για όλους, την ίδια φιλική διάθεση προς όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek