Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μεί-

См. также в других словарях:

  • Μέι — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1892. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,9 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται May 348 …   Dictionary of Greek

  • Γουέστ, Μέι — (Mae West, Νέα Υόρκη 1893 – 1980). Αμερικανίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ηλικία επτά ετών και γρήγορα σημείωσε επιτυχία σε όλους τους τύπους του ελαφρού θεάματος. Διάσημη ήδη από τις… …   Dictionary of Greek

  • Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 …   Dictionary of Greek

  • Άλκοτ, Λουίζ Μέι — (Louise May Alcott, 1832 – 1888). Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος. Ήταν κόρη του παιδαγωγού Έιμος Μπρόνσον Άλκοτ. Σε νεαρή ηλικία έγραψε τα Παραμύθια των λουλουδιών, προορισμένα να διαβαστούν από τη μικρή κόρη του Pαλφ Έμερσον, φίλου και συνεργάτη… …   Dictionary of Greek

  • μείρακ' — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg μεί̱ρακι , μεῖραξ young girl fem dat sg μεί̱ρακε , μεῖραξ young girl fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείραχ' — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg μεί̱ρακι , μεῖραξ young girl fem dat sg μεί̱ρακε , μεῖραξ young girl fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειοῖν — μεῑοῖν , μεῖον neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειράκων — μεῑράκων , μεῖραξ young girl fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείρακα — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείρακας — μεί̱ρακας , μεῖραξ young girl fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείρακες — μεί̱ρακες , μεῖραξ young girl fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»