-
61 μείγνυμι
μείγνυμι ( μειγνύντων ( μίγ. codd. Plut.); μειγνύμεν ( μιγ. codd. Plut.): impf. μείγνυον ( μίγ. codd.): aor. ἔμειξεν ( ἔμιξ. codd., Π); μεῖξαι ( μῖξ. codd.): pass. μείγνυνται ( μίγ. codd. Dion. Hal.); μειγνύμενον ( μιγ. codd.): impf. ἐμείγνυτ ( ἐμίγ. codd.), ἐμείγνυντο ( ἐμίγ. codd. Plut.): aor. 1, μίχθη, ἔμιχθεν; μιχθείς, -έντα, -έντες, -εῖσα; aor. 2, μᾰγεν; μᾰγεῖς(α): pf. μέμικται; μεμιγμένον; μεμίχθαι: μι passim codd., Π: μει Schr.: it is uncertain whether μι or μει should be written in aor. 1 pass. and pf. pass.: also pass. μίσγονται; μισγομέναν.)1 mingle1 c. acc. and dat.,a mingle with ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται (Schr.: μίγνυται, μίγνυνται codd. Dion. Hal.) fr. 75. 17. met., ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν (sc. αὐλοῖς, simm., Wil.: μίγνυμεν codd. Plutarchi: corr. Stephanus, Schr.) *fr. 107b. 1.* pass., ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενὶ (Schr.: μιγν. codd.: i. e. with the addition of your wisdom) P. 5.19b bring to, among ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Schr.: εμιξ[ Π: cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo, πεμφθῆναι ἐς Ὑπερβορέους φασὶν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος) Πα... θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ (Schr.: μιγν. codd. Plutarchi) Θρ. 7. 9. met., inflict upon, Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (Schr.: μῖξαν codd.: “intellego de ludis dictum,” Schr.) P. 4.213μάτρωι χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄργς ἔμειξεν I. 7.25
pass., καὶ Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ἔν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον being brought among the habitations of the Spartans P. 4.257, cf. P. 4.251cI crown withλαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.18
Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (Schr.: μίγνυον codd.) N. 4.21ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.3
II pass., be affected byἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.56
d contract a marriage, for, between pers. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (v. l. μιχθέντι) P. 9.13 καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι (μῖξαι, μίξειν codd.: corr. Schr.) P. 4.2232 c. ἐν + dat., pass., met., come into touch with ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (zeugma of senses 1. b and 4. b is intended) P. 4.251 and so be endowed with νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις μέμικται (sc. Πέλοψ) O. 1.91 ( Ὀλυμπία)ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.29
3 c. σὺν + dat., pass., be mixed, combined withἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.77
4 pass. mingle togethera abs. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά (Stephanus: ἥρως ἐμίγνυτο codd. Plutarchi) fr. 187.b c. dat., be united with of sexual intercourse. ( Πιτάνα).ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα τεκέμεν O. 6.29
Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη O. 9.59
Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (Schr.: ἐμίγνυτ codd.) P. 2.45πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ P. 3.14
θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.68
τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα P. 9.84
ποντίαν θεὸν Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
]μιγεῖσ' α[ Πα. 7. a. 1. τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 51. ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε ( λέχει supp. G-H.) Πα... Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. -
62 μεῖον
Grammatical information: n.Meaning: `small animal (sheep or lambs), which were offered at the Apaturia' (Att. inscr., Is., sch.);Compounds: As 1. member in μει-αγωγός `who brings the animals on the weighing-machine' (Eup. 116) with μει-αγωγέω (Ar. Ra. 798), - εῖον, - ία (Suid.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Prop. ntr. of the comparative μείων (s. v.) with transition in the ο-flexion; on which Egli Heteroklisie 77. Not with Osthoff MU 6, 310 n. 2 to the IE word for `ram, sheep etc.' in Skt. meṣá m. `ram, sheep, fell', OCS měchъ `leather sack' etc. (WP. 2, 303, Pok. 747).Page in Frisk: 2,195Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μεῖον
-
63 αντιφιλοτιμεί
ἀντιφιλοτιμέομαιto be moved by jealousy against: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀντιφιλοτῑμεῖ, ἀντιφιλοτιμέομαιto be moved by jealousy against: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) -
64 ἀντιφιλοτιμεῖ
ἀντιφιλοτιμέομαιto be moved by jealousy against: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀντιφιλοτῑμεῖ, ἀντιφιλοτιμέομαιto be moved by jealousy against: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) -
65 γάμει
γαμέωD Deor.pres imperat act 2nd sg (attic epic)γά̱μει, γαμέωD Deor.aor subj act 3rd sg (epic doric)γαμέωD Deor.imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
66 δριμεί
-
67 δριμεῖ
-
68 δριμέι
δρῑμέϊ, δριμύςpiercing: masc /neut dat sg -
69 εβαρυθύμει
-
70 ἐβαρυθύμει
-
71 εδυσθύμει
-
72 ἐδυσθύμει
-
73 εμακροθύμει
-
74 ἐμακροθύμει
-
75 επεθύμει
-
76 ἐπεθύμει
-
77 εραθύμει
-
78 ἐρᾳθύμει
-
79 ερραθύμει
ῥαθυμέωleave off work: imperf ind act 3rd sg (attic epic)——————ἐρρᾳθύ̱μει, ῥᾳθυμέωimperf ind act 3rd sg (attic epic) -
80 ηθύμει
См. также в других словарях:
Μέι — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1892. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,9 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται May 348 … Dictionary of Greek
Γουέστ, Μέι — (Mae West, Νέα Υόρκη 1893 – 1980). Αμερικανίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ηλικία επτά ετών και γρήγορα σημείωσε επιτυχία σε όλους τους τύπους του ελαφρού θεάματος. Διάσημη ήδη από τις… … Dictionary of Greek
Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 … Dictionary of Greek
Άλκοτ, Λουίζ Μέι — (Louise May Alcott, 1832 – 1888). Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος. Ήταν κόρη του παιδαγωγού Έιμος Μπρόνσον Άλκοτ. Σε νεαρή ηλικία έγραψε τα Παραμύθια των λουλουδιών, προορισμένα να διαβαστούν από τη μικρή κόρη του Pαλφ Έμερσον, φίλου και συνεργάτη… … Dictionary of Greek
μείρακ' — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg μεί̱ρακι , μεῖραξ young girl fem dat sg μεί̱ρακε , μεῖραξ young girl fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείραχ' — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg μεί̱ρακι , μεῖραξ young girl fem dat sg μεί̱ρακε , μεῖραξ young girl fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειοῖν — μεῑοῖν , μεῖον neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειράκων — μεῑράκων , μεῖραξ young girl fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρακα — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρακας — μεί̱ρακας , μεῖραξ young girl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρακες — μεί̱ρακες , μεῖραξ young girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)