Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μείω

См. также в других словарях:

  • μειώ — μειῶ, όω (Α) βλ. μειώνω …   Dictionary of Greek

  • μειῶ — μειόω lessen pres subj act 1st sg μειόω lessen pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείω — μείης masc gen sg (attic epic ionic) μείων lesser neut acc comp pl μείων lesser neut nom comp pl μείων lesser masc/fem acc comp sg μειόω lessen pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μειόω lessen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείωμα — μείωμα, τὸ (Α) [μειώ] 1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή 2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • μειωτός — μειωτός, ή, όν (Α) [μειώ] αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται μείωση …   Dictionary of Greek

  • μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • μειώτης — μειώτης, ὁ (Α) [μειώ] αυτός που προκαλεί μείωση, που μειώνει, που ελαττώνει …   Dictionary of Greek

  • υπομειώ — όω, ΜΑ [μειῶ / ώνω] (συν. παθ.) ὑπομειοῡμαι, όομαι μειώνομαι λίγο ή μειώνομαι σταδιακά …   Dictionary of Greek

  • χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»