-
1 μαυρός
μαυρός, όν, -
2 μαῦρος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαῦρος
-
3 μαυρός
μαυρόςmasc /fem nom sg -
4 μαύρος
blackΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαύρος
-
5 μαυρόν
μαυρόςmasc /fem acc sgμαυρόςneut nom /voc /acc sg -
6 μαυροτέρη
μαυρόςfem nom /voc comp sg (epic ionic) -
7 μαυρούς
μαυρόςmasc /fem acc pl -
8 μαυρά
μαυρόςneut nom /voc /acc pl -
9 ἀμαυρός
Grammatical information: adj.Meaning: `hardly seen, dim, faint' (Od.); on the meaning McKinley Ant. class. 26 (1957) 12-39, Neugebauer ib. 27, 1968, 373f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: It is assumed that μαυρόομαι arose through loss of the initial vowel (see the material in Strömberg Wortstudien 44f.). It could also be a prothetic vowel vs. its absence, as a substr. phenomenon; substr. origin is prob. anyhow as the word has no etym. (Scythian LW [loanword] acc. to Puhvel, Studies Whatmough, 1957, 237: maurva-)Page in Frisk: 1,88Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμαυρός
-
10 μαυρώ
μαυρόςmasc /fem /neut gen sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres subj act 1st sgμαυρόωdarken: pres ind act 1st sg -
11 μαυρῶ
μαυρόςmasc /fem /neut gen sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres subj act 1st sgμαυρόωdarken: pres ind act 1st sg -
12 μαυρών
μαυρόςmasc /fem /neut gen plμαυρόωdarken: pres part act masc voc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act masc nom sgμαυρόωdarken: pres inf act (doric) -
13 μαυρῶν
μαυρόςmasc /fem /neut gen plμαυρόωdarken: pres part act masc voc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act masc nom sgμαυρόωdarken: pres inf act (doric) -
14 ἀφαυρός
Grammatical information: adj.Meaning: `weak' (Il.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. These words are often explained as contaminations (s. Frisk), for which there is no reason; it only testifies to our ignorance. Much more probably Fur. 330 compares φαῦρος κοῦφος H., φλαῦρος (with inserted λ?) and φαῦλος. I suggest that ἀμαυρός \/ μαυρός is also cognate (with μ \/ labial stop, e.g. λαφύσσω \/ λαμυρός etc., Fur. 224ff.; note the v.l. of the verb cited above). Note that - αυρος can hardly be IE (- eh₂u-ro-?).Page in Frisk: 1,194Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀφαυρός
-
15 אספרון
-
16 אַסְפְּרוֹן
-
17 מוורון
-
18 מַוְורוֹן
См. также в других словарях:
μαυρός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μαυρός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
Μαύρος, Γεώργιος — (Μεγίστη 1909 – Αθήνα 1995). Δικηγόρος και πολιτικός. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε κατά τα έτη 1932 42. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961… … Dictionary of Greek
μαύρος — η, ο 1. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μελανός: Οι χήρες φορούν μαύρα ρούχα. 2. μτφ., άθλιος, πένθιμος, απαίσιος: Ξημέρωσε μια μαύρη μέρα. 3. φρ., «Κλαίω με μαύρο δάκρυ», κλαίω με πολύ πόνο· «Τον έκανε μαύρο στο ξύλο», τον έδειρε τόσο ώστε μελάνιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαύρος Κόλυμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στη νότια ακτή, Δ του όρμου Καλά Νερά. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού … Dictionary of Greek
Μαύρος Λόγγος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου … Dictionary of Greek
ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… … Dictionary of Greek
Ραβάνος, Μαύρος — (Rabanus, 784 – 856). Σχολαστικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής του Αλκουίνου και διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Μαγεντίας. Διετέλεσε σχολάρχης της σχολής της Φούλδας, η οποία έγινε σημαντικό πνευματικό κέντρο στον καιρό του και θεωρείται ο πρώτος που… … Dictionary of Greek
Τερεντιανός, Μαύρος — (Terentianus Maurus). Λατίνος γραμματικός από τη Μαυριτανία, που έζησε τον 2o αι. μ.Χ. Έγραψε μια Μετρική σε 4 βιβλία, όπου έμμετρα πραγματεύεται τα διάφορα μέτρα. Ο λατινικός τίτλος του έργου του είναι Carmen de litteris, syllabis et metris. Η… … Dictionary of Greek
μαυρόν — μαυρός masc/fem acc sg μαυρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)