Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μαύρος

  • 1 čerň

    μαύρος

    Česká-řecký slovník > čerň

  • 2 černoch

    μαύρος

    Česká-řecký slovník > černoch

  • 3 černošský

    μαύρος

    Česká-řecký slovník > černošský

  • 4 černý

    μαύρος

    Česká-řecký slovník > černý

  • 5 black

    μαύρος

    English-Greek new dictionary > black

  • 6 czarny

    μαύρος

    Słownik polsko-grecki > czarny

  • 7 czerń

    μαύρος

    Słownik polsko-grecki > czerń

  • 8 murzyn

    μαύρος

    Słownik polsko-grecki > murzyn

  • 9 чёрный

    επ., βρ: чрен, черна, черно.
    1. μαύρος, μέλας, μελανός•

    -ая краска μαύρο χρώμα•

    чёрный дым μαύρος καπνός•

    чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.

    2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•

    -ая раса μαύρη φυλή.

    ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.
    3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•

    ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.

    4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•

    -ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•

    -ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.

    || μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•

    -ая лестница η πισινή σκάλα•

    чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•

    чёрный двор η πισινή αυλή•

    чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.

    5. ανειδίκευτος•

    -ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.

    || ρυπαρός, βρώμικος.
    6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•

    -ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.

    7. βλ. тягловый (1 σημ.).
    8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.
    9. βλ. чародейный.
    ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.
    10. αρνητικός, άσχημος•

    выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.

    11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•

    -ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•

    -ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).

    || (για χρόνο) δύσκολος•

    чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.

    12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•

    -ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•

    -ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.

    εκφρ.
    -ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•
    чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•
    - ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•
    - ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•
    - ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•
    чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•
    - ая кровь – το φλεβικό αίμα•
    чёрный лесβλ. чернолесье•
    - ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•
    - ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•
    - ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•
    чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•
    чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•
    - ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•
    - ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•
    - ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•
    - ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•
    - ая тропаβλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•
    называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•
    - ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > чёрный

  • 10 черный

    черн||ый
    прил β разн. знач. μαύρος, μέλας:
    \черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο.

    Русско-новогреческий словарь > черный

  • 11 чёрный

    чёрный μαύρος; \чёрныйая краска η μαύρη μπογιά; \чёрныйая икра το μαύρο χαβιάρι; \чёрный ход η πίσω πόρτα του σπιτιού; \чёрныйая металлургия η σιδηρομεταλλουργία
    * * *

    чёрная кра́ска — η μαύρη μπογιά

    чёрная икра́ — το μαύρο χαβιάρι

    чёрный ходη πίσω πόρτα του σπιτιού

    чёрная металлу́рги́я — η σιδηρομεταλλουργία

    Русско-греческий словарь > чёрный

  • 12 беспросветный

    беспросветн||ый
    прил
    1. (темный) μαϋρος, σκοτεινός:
    \беспросветныйая тьма τό βαθύ σκοτάδι;
    2. перен ἄχαρος, ἀπελπισμένος, μαϋρος:
    \беспросветныйая жизнь ἡ μαύρη ζωή.

    Русско-новогреческий словарь > беспросветный

  • 13 black

    [blæk] 1. adjective
    1) (of the colour in which these words are printed: black paint.) μαύρος
    2) (without light: a black night; The night was black and starless.) σκοτεινός
    3) (dirty: Your hands are black!; black hands from lifting coal.) βρώμικος
    4) (without milk: black coffee.) χωρίς γάλα, `σκέτος` (πχ. για καφέ)
    5) (evil: black magic.) μαύρος
    6) ((often offensive: currently acceptable in the United States, South Africa etc) Negro, of African, West Indian descent.) νέγρος
    7) ((especially South Africa) coloured; of mixed descent (increasingly used by people of mixed descent to refer to themselves).) έγχρωμος
    2. noun
    1) (the colour in which these words are printed: Black and white are opposites.) μαύρο (χρώμα)
    2) (something (eg paint) black in colour: I've used up all the black.) μαύρο χρώμα
    3) ((often with capital: often offensive: currently acceptable in the United states, South Africa etc) a Negro; a person of African, West Indian etc descent.) νέγρος
    3. verb
    (to make black.) μαυρίζω
    - blacken
    - black art/magic
    - blackbird
    - blackboard
    - black box
    - the Black Death
    - black eye
    - blackhead
    - blacklist
    4. verb
    (to put (a person etc) on such a list.) γράφω στο μαύρο κατάστιχο, προγράφω
    5. noun
    (the act of blackmailing: money got by blackmail.) εκβιασμός
    - Black Maria
    - black market
    - black marketeer
    - blackout
    - black sheep
    - blacksmith
    - black and blue
    - black out
    - in black and white

    English-Greek dictionary > black

  • 14 жесть

    ο λευκοσίδηρ/ος, ο τενεκές
    получать - методом электролитического осаждения κατασκευάζω το - ο μέσω της ηλεκτρολυτικής καθίζησης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жесть

  • 15 арап

    арап
    м уст. ὁ ἀράπης, ὁ μαῦρος.

    Русско-новогреческий словарь > арап

  • 16 воронов

    воронов
    прил:
    цвета \воронова крыла κατάμαυρος, μαύρος σάν τόν κόρακα.

    Русско-новогреческий словарь > воронов

  • 17 горький

    горьк||ий
    прил прям., перен πικρός/ т.к. перен μαύρος:
    \горький вкус ἡ πικρή γεύση, ἡ πικράδα· \горькийая участь ἡ μαύρη μοίρα1 \горькийая истина ἡ πικρή ἀλήθεια· \горькийие слезы τά πικρά δάκρυα· ◊ \горький пьяница ἀδιόρθωτος μεθύστακας.

    Русско-новогреческий словарь > горький

  • 18 мавр

    мавр
    м ὁ Μαύρος, ὁ Μαυριτανός.

    Русско-новогреческий словарь > мавр

  • 19 махровый

    махров||ый
    прил
    1. бот. μέ διπλά πέταλα:
    \махровый цветок τό ἄνθος μέ διπλά πέταλά
    2. перен:
    \махровый· реакционер μαύρος ἀντιδραστικός· ◊ \махровыйое полотенце ἡ χνουδωτή πετσέτα,

    Русско-новогреческий словарь > махровый

  • 20 смоль

    смоль
    ж:
    черный как \смоль μαῦρος πίσσα

    Русско-новогреческий словарь > смоль

См. также в других словарях:

  • μαυρός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • μαυρός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • Μαύρος, Γεώργιος — (Μεγίστη 1909 – Αθήνα 1995). Δικηγόρος και πολιτικός. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε κατά τα έτη 1932 42. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961… …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — η, ο 1. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μελανός: Οι χήρες φορούν μαύρα ρούχα. 2. μτφ., άθλιος, πένθιμος, απαίσιος: Ξημέρωσε μια μαύρη μέρα. 3. φρ., «Κλαίω με μαύρο δάκρυ», κλαίω με πολύ πόνο· «Τον έκανε μαύρο στο ξύλο», τον έδειρε τόσο ώστε μελάνιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαύρος Κόλυμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στη νότια ακτή, Δ του όρμου Καλά Νερά. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού …   Dictionary of Greek

  • Μαύρος Λόγγος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου …   Dictionary of Greek

  • ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… …   Dictionary of Greek

  • Ραβάνος, Μαύρος — (Rabanus, 784 – 856). Σχολαστικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής του Αλκουίνου και διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Μαγεντίας. Διετέλεσε σχολάρχης της σχολής της Φούλδας, η οποία έγινε σημαντικό πνευματικό κέντρο στον καιρό του και θεωρείται ο πρώτος που… …   Dictionary of Greek

  • Τερεντιανός, Μαύρος — (Terentianus Maurus). Λατίνος γραμματικός από τη Μαυριτανία, που έζησε τον 2o αι. μ.Χ. Έγραψε μια Μετρική σε 4 βιβλία, όπου έμμετρα πραγματεύεται τα διάφορα μέτρα. Ο λατινικός τίτλος του έργου του είναι Carmen de litteris, syllabis et metris. Η… …   Dictionary of Greek

  • μαυρόν — μαυρός masc/fem acc sg μαυρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»