-
1 μαυρών
μαυρόςmasc /fem /neut gen plμαυρόωdarken: pres part act masc voc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act masc nom sgμαυρόωdarken: pres inf act (doric) -
2 μαυρῶν
μαυρόςmasc /fem /neut gen plμαυρόωdarken: pres part act masc voc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)μαυρόωdarken: pres part act masc nom sgμαυρόωdarken: pres inf act (doric) -
3 μαύρων
μαυρόωdarken: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)μαυρόωdarken: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 αμαύρων
ἀ̱μαύρων, ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱μαύρων, ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 ἀμαύρων
ἀ̱μαύρων, ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱μαύρων, ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀμαυρόωmake dim: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
μαυρῶν — μαυρός masc/fem/neut gen pl μαυρόω darken pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαυρόω darken pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαυρόω darken pres part act masc nom sg μαυρόω darken pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαύρων — μαυρόω darken imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μαυρόω darken imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… … Dictionary of Greek
νεγρική λογοτεχνία — Mπορεί να μοιάζει αυθαίρετη και μεροληπτική διάκριση μια ξεχωριστή αναφορά στη λογοτεχνία των νέγρων των Hνωμένων Πολιτειών, αλλά η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας της δουλείας και του ρατσισμού, οι νέγροι που ξεριζώθηκαν από την Aφρική και… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Κινγκ, Μάρτιν Λούθερ — (Martin Luther King, Ατλάντα, Τζόρτζια 1929 – Τενεσί, Μέμφις 1968). Αφροαμερικανός πολιτικός, κοινωνικός αγωνιστής και συγγραφέας. Η ζωή και το έργο του Κ. συνδέθηκαν στενά με το φυλετικό πρόβλημα των ΗΠΑ και την ισότητα των Αφροαμερικανών, για… … Dictionary of Greek