-
1 ματίς
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: By Fick 2, 199 doubting compared with Celtic words for `good', e.g. OIr. maith (PCelt. *măti-); see WP. 2, 221. Whether the word is indeed Greek, remains doubtful.Page in Frisk: 2,185Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ματίς
-
2 πί̄πτω
πί̄πτωGrammatical information: v.Meaning: `to fall, to fall off, to drop down, to fall out' (Il.).Other forms: Fut. πεσέομαι (ep. Ion.), - οῦμαι (Att.), aor. πετεῖν, ἔπετον (Dor. Aeol.), πεσεῖν, ἔπεσον (IA.), perf. ptc. acc. πεπτ-εῶτ', - εῶτας (ep.), nom. - ηώς (Ion.; also of πτήσσω), - ώς (trag.), ind. πέπτωκα, ptc. - ωκώς (Att.).Derivatives: Many derivv. 1. πότ-μος m. `(falling) fate, destiny, (the fate of) death' (ep. poet. Il.). 2. πτῶ-μα n., often w. prefix ( σύμ-πί̄πτω etc. from συμ-πίπτειν etc.) in diff. senses, `fall, plunge, the fallen, the corpse' (Att. A., hell.) with dimin. - μάτιον (inscr. Asia Minor), - ματίς f. `tumbling cup' (Mosch. ap. Ath.), - ματικός `inclined towards falling etc.' (hell.), - ματίζω `to bring down' (hell.) with - ματισμός m. `falling sickness' (Ptol.). 3. πτῶ-σις ( σύμ-πί̄πτω etc.) f. `fall' (Hp., Att.), a.o. `fall of the die', from where as gramm. term `form of flection, case' (Arist.), with - σιμος `brought down' (A.; after ἁλώσιμος? Arbenz 80), - τικός ( μετα-πί̄πτω a.o.) `inflectable' (Gramm.). 4. πέσ-ος n. `corpse' (E. in lyr.), - ημα n. `fall, the fallen down, the corpse' (trag.; Chantraine Form. 184, v. Wilamowitz Eur. Her. to v. 1131), - ωμα n. `plunge' (vase-inscr.; after πτῶμα). 5. - πετής a.o. in περι-, προ-πετής `falling down, blundering into smth.' resp. `falling over, prepared, rash' with περι-, προ-πέτ-εια f. (IA.); also in compounds as εὑ-πετής `to turn out well, convenient, fortunate' with - εια f. (IA.); διι-πετής s. v. 6. - πτώς in ἀ-πτώς, - ῶτος `not falling' (Pi., Pl.); also - πτης in ἀπτης (inscr. Olympia)? -- On ποταμός s. v.Etymology: The remarkable σ for τ in IA. πεσέομαι, - οῦμαι and πεσεῖν is secondary and not convincingly explained; cf. Schwyzer 271 Zus. 2 w. lit., 746 n. 6 and Chantraine Gramm. hom. 1, 451. -- The pair πί̄πτω (with ī after ῥί̄πτω?): πετεῖν agrees with γίγνομαι: γενέσθαι; to this the disyllabic fut. πεσέ-ομαι for *πετέ-[σ]ομαι and the full grades πτω-, πτη- in πέ-πτω-κα, πτῶ-μα, - σις, πε-πτη-ώς cannot be compared with γενέ-τωρ, γνή-σιος which has *ǵenh₁-, ǵn̥h₁- (not here γνωτός?; s. on γίγνομαι), s. Schwyzer 746, 784 a. 360. The origin of the alternative root forms is not well known. An innovation is πίτ-νω (- νῶ) with ι as in several ν-presents (Schwyzer 695). -- The whole system is a specific Greek development of the old verb also found in πέτομαι `fly'; the meaning `fall' is also found a.o. in Skt. pátati. A point of contact show the fut. *πετέ-[σ]ομαι: Skt. pati-ṣyáti; morpholog. close are also πότμος and Skt. pát-man- n. `flight, course, path' (would be Gr. *πέτμα). -- Further s. πέτομαι; cf. also πτήσσω and πίτυλος (which hardly belongs here).Page in Frisk: 2,542-543Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πί̄πτω
См. также в других словарях:
ματίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῡ βασιλέως». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < *măti )] … Dictionary of Greek
Ματίς, Aνρί Εμίλ Μπενουά — (Henri Emile Benoit Matisse, Καμπρεζί 1869 – Νις 1954). Γάλλος ζωγράφος. Ξεκίνησε σπουδές νομικής, κατά τη διάρκεια των οποίων έπαθε σκωληκοειδίτιδα. Την περίοδο της ανάρρωσής του άρχισε να ζωγραφίζει, γεγονός το οποίο τον ώθησε να εγκαταλείψει… … Dictionary of Greek
φοβ - φοβισμός — (από το γαλλικό fauves = θηρία). Η ονομασία οφείλεται στον Λουί Βοξέλ, που στο παρισινό σαλόν του 1907, κοιτάζοντας μια προτομή παιδιού του Αλμπέρ Μαρκ (ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας) τοποθετημένη ανάμεσα σε πίνακες των Ματίς, Μαρκέ, Πιί, Mανγκέν,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… … Dictionary of Greek
Απολινέρ, Γκιγιόμ — (Gillaume Apollinaire,Ρώμη 1880 – Παρίσι 1918). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή και πεζογράφου Βίλχελμ Απολινάρις ντε Κοστροβίτσκι (Wilhelm Apollinaris de Kostrowitsky). Νόθος γιος ενός Ιταλού αξιωματικού και μιας νεαρής Πολωνέζας,… … Dictionary of Greek
Γκρίνεβαλντ, Ματίας — (Matthias Grunewald, Βίρτσμπουργκ περ. 1475 – Χαλ 1528). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο τουΓερμανού ζωγράφου Ματίας Γκότχαρτ Νάιτχαρτ (Gothart Neithart). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Το πρώτο βεβαιωμένο έργο του, που χρονολογείται στο… … Dictionary of Greek
Λαμ, Βιλφρέδο — (Wilfredo Lam, Σάγκουα Λα Γκράντε 1902 – 1982). Κουβανός ζωγράφος, σχεδιαστής και γλύπτης. Η τεχνοτροπία του ήταν ένα κράμα υπερρεαλισμού και κυβισμού, με τις μορφές και τα χρώματα της Καραϊβικής. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της… … Dictionary of Greek
Ντε Στάελ, Νικολά — (Nicolas de Stael, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία 1913 – Αντίμπ, Γαλλία 1955). Ρώσος ζωγράφος. Ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου. Ανήκε σε εύπορη οικογένεια και τελείωσε κλασικές σπουδές στις Βρυξέλλες, όπου… … Dictionary of Greek
Ντιφί, Ραούλ — (Raoul Dufy, Χάβρη 1877 – Φορκαλκιέ 1953). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και διακοσμητής, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Το 1900 άρχισε να σπουδάζει στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Λεόν Μπονά, αλλά άντλησε τις… … Dictionary of Greek
Χίντεμιτ, Πάουλ — (Hindemith, Χανάου 1895 – Φρανκφούρτη 1963). Γερμανός συνθέτης, εκτελεστής και διευθυντής ορχήστρας. Αξιόλογος δεξιοτέχνης του βιολιού· από την ηλικία των 13 χρόνων και διευθυντής ορχήστρας στα 20 του χρόνια, ο X. πλούτιζε διαρκώς την… … Dictionary of Greek