Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαστῐχ-η

См. также в других словарях:

  • μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος 2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός. επίρρ... ζαχαρένια με γλυκό τρόπο, γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαστιχ ένιος, σοκολατ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιμήλινος — ίνη, ον, ΜΑ παρασκευασμένος από χαμόμηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίμηλον + κατάλ. ινος (πρβλ. μαστίχ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιμηλάτον — τὸ, Α κρασί με άρωμα χαμόμηλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίμηλον + κατάλ. ᾶτον (< λατ. κατάλ. atum), πρβλ. μαστιχ ᾶτον] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιπιτύϊνος — ΐνη, ον, Α (για κρασί) παρασκευασμένος από το φυτό χαμαίπιτυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίπιτυς + κατάλ. ινος (πρβλ. μαστίχ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαισύκινος — ίνη, ον, μα αυτός που παρασκευάζεται από καρπούς τού φυτού χαμαισύκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαισύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. μαστίχ ινος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»