Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μακροτέρως

См. также в других словарях:

  • μακροτέρως — (Α) επίρρ. 1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο 2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό 3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. τού μακρός] …   Dictionary of Greek

  • μακροτέρως — μακρός long adverbial comp μακρός long masc acc comp pl (doric) μακροτέρως for a longer time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»