Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαγείρισσα

См. также в других словарях:

  • μαγείρισσα — η (AM μαγείρισσα) βλ. μάγειρος …   Dictionary of Greek

  • μαγειρίσσας — μαγειρίσσᾱς , μαγείρισσα fem acc pl μαγειρίσσᾱς , μαγείρισσα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

  • Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… …   Dictionary of Greek

  • πέπτρια — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) η μαγείρισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα τρια (πρβλ. σκώπ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • φωκαρία — ἡ, Α σύζυγος που ασχολείται με τα οικιακά και, κυρίως, με τη μαγειρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. focaria «μαγείρισσα, νοικοκυρά», θηλ. τού επιθ. focarius, a, um «οικιακός» (< focus «εστία, οίκος»)] …   Dictionary of Greek

  • Στρότζι Μπερνάρντο, ο επονομαζόμενος Γενοβέζος Καπουτσίνος — (Strozzi). Ιταλός ζωγράφος (Τζένοβα 1581 – Βενετία 1644). Μπήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων το 1598 και μετά παραμονή πολλών ετών αποχώρησε το 1630. Την καλλιτεχνική του μόρφωση την απόχτησε στη Γένοβα και επηρεάστηκε από την τοπική τεχνοτροπία της …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՐՏԿԱՐԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0981 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 13c ա.գ. μάγειρος coquus. իգ. μαγείρισσα coqua ὁψοποιός conditor. Խոհարար. խոհակեր. կերակուր եփօղ. ... *Զդստերս ձեր առցէ յիւղագործս եւ ʼի խորտկարարս. ՟Ա. Թագ. ՟Ը.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μάγε(ι)ρας — ο και μάγειρος, ο θηλ. μαγείρισσα αυτός που φτιάχνει φαγητά, που μαγειρεύει: Αυτός είναι ο μάγειρας του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»