-
1 μαγείρισσα
μαγείρισσα, ἡ, = μαγείραινα, Köchinn, LXX.
-
2 μαγείρισσα
η кухарка; повариха; стряпуха (разг) -
3 μαγείρισσα
-ας ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 1 Sm 8,13cook (fem.); neol. -
4 μαγείρισσα
[магирисса] ουσ θ кухарка, повариха. -
5 μαγείρισσα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγείρισσα
-
6 μαγειρίσσας
μαγειρίσσᾱς, μαγείρισσαfem acc plμαγειρίσσᾱς, μαγείρισσαfem gen sg (doric aeolic) -
7 μάγειρος
Grammatical information: m.Meaning: `slaughterer, butcher, cook' (Att. hell.)Other forms: Dor. μάγῑρος ; Aeol. μάγοιροςCompounds: as 2. member e.g. in ἀρχι-μάγειρος `upper-cook' (LXX, J., Plu.).Derivatives: Rare fem. μαγείραινα (Pherecr. 84; momentary formation, Fraenkel Nom. ag. 2, 109 n. 3, Chantraine Form. 108, da Costa Ramalho Emer. 18, 38), μαγείρισσα (LXX; da Costa Ramalho ibd. 42). Dimin. μαγειρίσκος m. (Ath.) with magiriscium `small figure of a b.' (Plin.). Adj. μαγειρικός `belonging to cook or butcher' (Ar., Pl., Arist.) with - ικόν, - ική `art of cooking, butcher taxes etc.'; μαγειρώδης `butcher-like' (Eun.). Denom. verb μαγειρεύω `be cook or butcher' (hell.) with μαγειρ-εῖον `butchery, cook-shop `(Arist., hell.), - εία f. `boiled food' (Cato, Hdn. Epim.), - ηΐα f. `butcher-taxes?' (Eresos), - ευμα = - εία (H., Eust.), - ευτικός (late).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Here prob. also Άπόλλων Μαγίριος (Cyprus). The profession μάγειρος seems from Doric as an element of higher culinary culture to have come to Attic (for older δαιτρός?); the notation ει indicates a closed ē-sound resp. an open ī-sound (Schwyzer 275 with Wackernagel IF 25, 326f., Kretschmer Glotta 3, 320, Fraenkel Nom. ag. 1, 190). The earlier history of the word is unknown. Pisani Rev. int. ét. balk. 1, 255ff. supposes Macedonian origin, connecting μάχαιρα (cf. Kretschmer Glotta 26, 38 f.); Schwyzer 471 n. 12 reminds of Lat. mactare; cf. also Chantraine Form. 234. Not with earliers (Bq, WP. 2, 226, Pok. 696 f.; doubting Schwyzer l.c.) to μάσσω `knead'. - If the Aeolian form is correct Pre-Greek? - The word looks non-IE. Is it Pre-Greek, deriving from *mag-ary-?Page in Frisk: 2,156Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάγειρος
См. также в других словарях:
μαγείρισσα — η (AM μαγείρισσα) βλ. μάγειρος … Dictionary of Greek
μαγειρίσσας — μαγειρίσσᾱς , μαγείρισσα fem acc pl μαγειρίσσᾱς , μαγείρισσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… … Dictionary of Greek
πέπτρια — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) η μαγείρισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα τρια (πρβλ. σκώπ τρια)] … Dictionary of Greek
φωκαρία — ἡ, Α σύζυγος που ασχολείται με τα οικιακά και, κυρίως, με τη μαγειρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. focaria «μαγείρισσα, νοικοκυρά», θηλ. τού επιθ. focarius, a, um «οικιακός» (< focus «εστία, οίκος»)] … Dictionary of Greek
Στρότζι Μπερνάρντο, ο επονομαζόμενος Γενοβέζος Καπουτσίνος — (Strozzi). Ιταλός ζωγράφος (Τζένοβα 1581 – Βενετία 1644). Μπήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων το 1598 και μετά παραμονή πολλών ετών αποχώρησε το 1630. Την καλλιτεχνική του μόρφωση την απόχτησε στη Γένοβα και επηρεάστηκε από την τοπική τεχνοτροπία της … Dictionary of Greek
ԽՈՐՏԿԱՐԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0981 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 13c ա.գ. μάγειρος coquus. իգ. μαγείρισσα coqua ὁψοποιός conditor. Խոհարար. խոհակեր. կերակուր եփօղ. ... *Զդստերս ձեր առցէ յիւղագործս եւ ʼի խորտկարարս. ՟Ա. Թագ. ՟Ը.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μάγε(ι)ρας — ο και μάγειρος, ο θηλ. μαγείρισσα αυτός που φτιάχνει φαγητά, που μαγειρεύει: Αυτός είναι ο μάγειρας του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)