-
1 δαιτρός
δαιτρός, ὁ, der Zertheiler, bes. des Fleisches, Vorschneider u. Vorleger (E. G. ὁ μάγειρος); Od. 1, 141. 4, 57. 17, 331; vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2 Ath. I, 12 e.
-
2 δαιτρος
ὁ нарезающий порции (преимущ. мяса), распоряжающийся раздачей кушаний Hom., Plut. -
3 δαιτρός
δαιτρόςone that carves and portions out: masc nom sg -
4 δαιτρός
A one that carves and portions out, esp. meat at table, Od.1.141, 17.331, Lyc.35, Nic.Al. 258, Ath.1.12d.II hereditary priest who officiated at the Dipolia, Porph.Abst.2.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιτρός
-
5 δαιτρός
δαιτρός: carver.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαιτρός
-
6 δαιτρός
δαιτρός, ὁ, der Zerteiler, bes. des Fleisches, Vorschneider u. Vorleger -
7 δαιτροί
δαιτρόςone that carves and portions out: masc nom /voc pl -
8 δαιτρούς
δαιτρόςone that carves and portions out: masc acc pl -
9 δαίομαι
δαίομαι, theilen; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς; δαίομαι ist entstanden aus ΔΑ-Ί-ΟΜΑΙ, Wurzel ΔΑ; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel ΔΑF ist. Das activ. von δαίομαι »theilen« ist nicht gebräuchlich; δαίομαι findet sich: – 1) als medium, = theilen, vertheilen: Odyss. 17, 332 δίφρον, ἔνϑα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι; 15, 140 πὰρ δὲ Βοηϑοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus ΔΑ'ΤΣΟΜΑΙ, von ΔΑ'ΤΟΜΑΙ = δατέομαι, ΔΑ-ΤΟ'Σ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Odyss. 2, 368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται; 6, 10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας; 9, 42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεϑ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης; 19, 423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας; 17, 30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάϑρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται; 2, 335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεϑα; Iliad. 18, 511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραϑέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασϑαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεϑρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι; Odyss. 20, 216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασϑαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος; 3, 66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῐτα; Pind. P. 4, 148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασϑαι; Xen. Cyr. 4, 2, 43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα Μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῐσϑαι. – Auch = zerfleischen, verzehren: Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῠρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασϑαι; Odyss. 18, 87; Eur. Troad. 450; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται ϑεοί, essen, Matro bei Athen. 4, 136 b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι. – 2) als passivum, = getheilt werden: Odyss. 9, 551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα; – Odyss. 1, 48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται: διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30; Apoll. Rh. 3, 661 ἡ δ' ἔνδοϑι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα; Opp. Hal. 4, 200. – Dazu perfectum; Iliad. 1, 125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπ ράϑομεν, τὰ δέδασται, ist vertheilt; Odyss. 15, 412 ἔνϑα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται; Iliad. 15, 189 τριχϑὰ δὲ πάντα δέδασται ; Odyss. 1, 23 Αἰϑίοπας τοὶ διχϑὰ δεδαίαται, sie sind getheilt; Herodot. 2, 84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται; Eur. Herc. fur. 1329 πανταχοῠ δέ μοι χϑονὸς τεμένη δέδασται.
-
10 καρῡκευτής
καρῡκευτής, ὁ, der leckerhafte Gerichte bereitet, neben δαιτρός, Clem. Al.
-
11 ἀ-δαίτρευτος
ἀ-δαίτρευτος, nicht zerlegt, vom Fleische, Nonn. oft; nach Hesych. auch ἄ-δαιτρος.
-
12 δαιτρού
-
13 δαιτροῦ
-
14 δαιτρών
-
15 δαιτρῶν
-
16 δαιτρόν
δαιτρόνneut nom /voc /acc sgδαιτρόςone that carves and portions out: masc acc sg -
17 δετρός
-
18 προσδιαιρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδιαιρέω
-
19 δαιτρεύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαιτρεύω
-
20 δαίομαι
Grammatical information: v.Meaning: `divide', `feast' (Il.)Derivatives: Abstracta δαίς, - τός f. `portion, meal' (Il.), compp. ἁβρό-, ὁμό-; δαίτη `meal' (Il.); δαιτύς, - ύος f. `id.' (X 496; Chantraine Gramm. hom. 1, 96) with δαιτυμών, - όνος m. `guest' (Od.); δαιτυμονεύς (Nonn.); δαῖσις `division (of property)' (Gortyn) with δαισάνη = πτισάνη (EM), δαίσιμον (- ιον EM) ἐδώδιμον H.; δαιθμός `division, divided land' (inscr.). - Nomen loci: δαιτήριον (EM). - Nomina agentis: δαιτρός `divider, carver' (Od.) with δαιτροσύναι pl. `the arts of the carver' (π 253); denomin. δαιτρεύω `divide, carva' (Il.) with δαιτρεία (Hdn.); Δαίτωρ als EN (Θ 275), συνδαίτωρ `conviva' (A.); - δαιτρόν `part, portion' (Δ 262); - δαίτης title of a priest (E. Fr. 472, 12), as second member in λαγο-δαίτας (A.) s. Fraenkel Nom. ag. 1, 193f. - Isolated δαιταλεύς `banqueter' (A.), cf. δαιταλάομαι `banquet' and δαιταλουργία (Lyk.). - An enlargement of δαίομαι is δαΐζω. On δαίμων s. v.Etymology: To δαίομαι (with analogical - ι-) agrees Skt. dáyate `divide'. Beside this diphthongical form there is monophthongical with ā- (* deh₂-) or ĭ- (* dh₂-) vowel, e. g. dā́-ti `cut off', di-tí- `dividing'; without vowel d-yá-ti `divide', *dh₂-i̯e-; the forms go back on * d(e)h₂-(i)-. - Here also δῆμος (Dor. δᾶμος), s. v. From Germanic and Armenian the word for `time', as OE tīma, ONo. tīme `hour, time', PGm. * tī-man- \< * dī-mon-, OHG zīt, Arm. ti `old age, time', IE * dī-t(i)-. - Cf. δατέομαι, and δάπτω.Page in Frisk: 1,341-342Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαίομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δαιτρός — δαιτρός, ο (Α) 1. αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας στο τραπέζι 2. το κληρονομικό αξίωμα τού ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα Διπόλια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II) + (επίθημα) τρος (πρβλ. ιατρός)] … Dictionary of Greek
δαιτρός — one that carves and portions out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτροί — δαιτρός one that carves and portions out masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρούς — δαιτρός one that carves and portions out masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρόν — δαιτρόν, το (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαιτρός* από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) τρον ή, κατ άλλους, απευθείας < δαιτρός] … Dictionary of Greek
dā : dǝ- and dāi- : dǝi- : dī̆- — dā : dǝ and dāi : dǝi : dī̆ English meaning: to share, divide Deutsche Übersetzung: “teilen, zerschneiden, zerreißen” Grammatical information: originally athemat. Wurzelpräsens. Material: O.Ind. dü ti, dyáti “clips, cuts,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
IONA sive IONAS — IONA, sive IONAS unus es 12. minoribus Prophetis. Incepit sub Ioa et Amazia. secundum quosdam, munere suo erga Ninevitas defungi, A. M. 3211. Aliis id in A, C. 3168. reicientibus. Vide deillo 2. Reg. c. 14. v. 25. et Prophetiam eius, 4. capp.… … Hofmann J. Lexicon universale
αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… … Dictionary of Greek
δαιτρεύω — (AM) [δαιτρός] μσν. μεταδίδω κάτι σε κάποιον, καθιστώ κάποιον κοινωνό σε κάτι αρχ. 1. μοιράζω, κόβω σε μερίδες το κρέας 2. σφάζω 3. (για άγρια ζώα) κατασπαράσσω, καταβροχθίζω λεία … Dictionary of Greek
δαιτροσύνη — δαιτροσύνη, η (Α) [δαιτρός] η τέχνη τού δαιτρού*, τού να κόβει και να μοιράζει κάποιος το κρέας … Dictionary of Greek
επίδαιτρον — ἐπίδαιτρον, τὸ (Α) γλυκό που προσφέρεται μετά το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαιτρός (< δαίομαι «μοιράζω») «αυτός που χωρίζει τις μερίδες τού φαγητού»] … Dictionary of Greek