Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μήτοι

См. также в других словарях:

  • μήτοι — και μή τοι (Α) 1. ισχυρότερος τύπος τού μη 2. φρ. μήτοι γε τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • μήτοι — at least not indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτίμητοι — πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc nom/voc pl πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτίμητοι — θεοτί̱μητοι , θεοτίμητος honoured by the gods masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίμητοι — ἀμί̱μητοι , ἀμίμητος inimitable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιθύμητοι — ἀνεπιθύ̱μητοι , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»