-
81 μετα-σπόμενος
μετα-σπόμενος, partic. aor. II. med. zu μεϑέπω, Il. 13, 567, wie μετασπών, act. dazu, 17, 190.
-
82 μετα-σπάω
μετα-σπάω (s. σπάω), anderswohin ziehen, πειρᾷ μετασπᾶν σκληρὰ μαλϑακῶς λέγειν, Soph. O. C. 778.
-
83 μετα-στρωφάω
μετα-στρωφάω, poet. = μεταστρέφω, Procl. h. Sol. 16; med., Orph. lith. 733.
-
84 μετα-στρατεύομαι
μετα-στρατεύομαι, (zu einem andern Anführer) übergehen, ἐς τὸν Σύλλαν, App. Mithr. 51.
-
85 μετα-στρατο-πεδεύω
μετα-στρατο-πεδεύω, ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
-
86 μετα-στρεπτικός
μετα-στρεπτικός, ή, όν, zum Umkehren geschickt, umwendend, ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 525 a.
-
87 μετα-στροφή
μετα-στροφή, ἡ, das Umkehren, Umwenden; ἀπὸ τῶν σκιῶν ἐπὶ τὸ φῶς, Plat. Rep. VII, 532 b, vgl. 525 c; Sp.
-
88 μετα-στρέφω
μετα-στρέφω, weg- u. wo anders hinwenden, umkehren; ἐκ χόλου – φίλον ἦτορ, Il. 10, 107; νόον, 15, 52; u. mit dem Nebenbegriff strafender Vergeltung, μή τι μεταστρέψωσιν (ϑεοί) Od. 2, 67 (vgl. μετάτροπος); übh. verändern, den Sinn ändern, ἤ τι μεταστρέψεις, Il, 15, 203; ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλϑακώτερον, Ar. Ran. 539. – Med. u. pass. sich umwenden, στῆ δὲ μεταστρεφϑείς, Il. 11, 595. 15, 591. 17, 114, gegen den Feind; aber auch auf der Flucht vom Feinde ab, 8, 258. 11, 447; übh. verändern, ὁρᾷς τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη, Eur. Bacch. 1328; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, Ar. Ach. 511; χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν, hin u. her, ganz u. gar umwendend, Plat. Phaedr. 272 b, vgl. Theaet. 191 c (βίος ἄνω κάτω μεταστραφείς, Men. bei Stob. fl. 44, 3); μεταστρέψας, umgekehrt, Rep. IX, 587 d, vgl. Gorg. 456 e; Sp., νόον, Ap. Rh. 1, 808; Plut. – Im med. sich umkehren u. zu Einem hinwenden, ἐπὶ τὰ προειρημένα, Plat. Crat. 428, öfter; μεταστρεφόμενος ἀπῄει, Phaed. 116 d; μεταστραφήσεται, Rep. VII, 518 d; Xen. Cyr. 8, 3, 28. 30; Sp.
-
89 μετα-στυφελίζω
μετα-στυφελίζω, hinterher drängen, Nonu. D. 17, 164.
-
90 μετα-στύλιον
μετα-στύλιον, τό, der Raum zwischen den Säulen, Säulengang, D. Cass. 68, 25, v. l. μεταστήλιον.
-
91 μετα-στατικός
μετα-στατικός, ή, όν, zum Wegsetzen, Umsetzen gehörig, Gramm., z. B. Schol. Thuc. 3, 65.
-
92 μετα-στεφανόω
μετα-στεφανόω, anders bekränzen, Sp.
-
93 μετα-στείχω
μετα-στείχω, nachgehen, um Etwas zu erreichen, zu holen, ἣν μεταστείχω ποδί, Eur. Suppl. 90; Hec. 509; Callim. Cer. 9; – wo andershin, weggehen, αὔτως δ' αὖ Μήδεια μετέστιχε, Ap. Rh. 3, 451.
-
94 μετα-στοιχειόω
μετα-στοιχειόω, die Elemente eines Körpers umwandeln od. anders zusammensetzen, Pherecrat. in B. A. 393 u. Sp.; VLL. erkl. μετασχηματίζω.
-
95 μετα-στοιχεί
μετα-στοιχεί, v. l. für μεταστοιχί.
-
96 μετα-στοιχείωσις
μετα-στοιχείωσις, ἡ, die Umwandlung, andere Zusammensetzung der Elemente od. Bestandtheile eines Körpers, Sp.
-
97 μετα-στοιχί
μετα-στοιχί, in einer Reihe hinter einander fort, oder neben einander, Il. 23, 358. 757.
-
98 μετα-στοναχίζω
μετα-στοναχίζω, hinterdrein seufzen, klagen, Hes. Sc. 92.
-
99 μετα-στένω
μετα-στένω, hinterher beklagen, beseufzen; ἄτην, Od. 4, 261; μεταστένειν πόνον od. πόνων, Aesch. Eum. 59; eben so im med., μεταστένομαι σὸν ἄλγος, Eur. Med. 996.
-
100 μετα-στέλλομαι
μετα-στέλλομαι, wie μεταπέμπομαι, nach Einem schicken und ihn zu sich holen, kommen lassen; Luc. Alex. 55, oft; τὰ σιτία παρά τινος, de luct. 19.
См. также в других словарях:
μετά — mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτα — μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος … Dictionary of Greek
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)