Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μετα-στένω

См. также в других словарях:

  • καταστένω — (Α) στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μετα στένω, περι στένω] …   Dictionary of Greek

  • μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μεταστένω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα στένω, περι στένω] …   Dictionary of Greek

  • επιστένω — ἐπιστένω (AM) [στένω] θρηνώ για κάτι («τί δὴ τάλαινα τοῑσδ’ ἐπιστένεις τέκνοις;», Ευρ.) αρχ. στενάζω αμέσως μετά («ὡς ἔφατο κλαίουσ’ ἐπὶ δ’ ἔστενε δῆμος ἀπείρων», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»