-
1 ερδομένων
ἔρδωdo: pres part mp fem gen plἔρδωdo: pres part mp masc /neut gen pl——————ἔρδωdo: pres part mp fem gen pl (epic ionic)ἔρδωdo: pres part mp masc /neut gen pl (epic ionic) -
2 ἐρδομένων
Βλ. λ. ερδομένων -
3 ἑρδομένων
Βλ. λ. ερδομένων -
4 μέρος
1 part, portion ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον ( ἐρδομένων coni. Er. Schmid: “ihren Anteil, der nach dem Herkommen geopfert wird”, Wil.) O. 8.77ἐν παισὶ νέοισι παῖς ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
c. gen.,τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος P. 3.98
“ ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” P. 4.157 c. ordinal adj., παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας as eighth in line P. 4.65 Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων i. e. Medusa, one of the three Gorgon sisters P. 12.11ὃς ἀναίνετο αὐταρχεῖν πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱοῖσι Pae. 4.38
[ἐξοπίσω μέρος ἔσσεσθαι ( γέρας v. l.) O. 7.68]
См. также в других словарях:
ἐρδομένων — ἔρδω do pres part mp fem gen pl ἔρδω do pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρδομένων — ἔρδω do pres part mp fem gen pl (epic ionic) ἔρδω do pres part mp masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)