-
1 μάζα
μάζα, ἡ, od. richtiger nach Drac. p. 72. 100 μᾶζα, wie Bekker überall schreibt, eigtl. das Geknetete, von μάσσω, bes. Gerstenbrot, Her. 1, 200; Archil. 56; μάζας γενναίας, Plat. Rep. II, 372 b; ἐμοῦ μᾶζαν μεμαχότος, wie wir sagen »Einem Etwas einbrocken«, mit Anspielung auf μάχη, μάχομαι, Ar. Equ. 55 u. öfter; φυστή, Vesp. 610; ἄρτους, μάζας nennt er neben einander, Eccl. 606, vgl. Plut. 192; sie werden auch sonst unterschieden, vgl. Ath. IV, 137 e; daher sprichwörtlich ἀγαϑὴ καὶ μᾶζα μετ' ἄρτον, Zenob. 1, 12; ἐπὶ τῶν τὰ δευτερεῖά τισι διδόντων; vgl. Achaeus bei Ath. VI, 270 e; Xen. Cyr. 1, 2, 11. 6, 2, 28 u. Folgde; κυρβαίη, ἀμολγαίη s. unter diesen Wörtern. Vgl. nach Ath. XIV, 663 b; nach den VLL. ursprünglich ἡ τροφὴ ἀπὸ γάλακτος καὶ σίτου.
-
2 μάζα
μάζα, ἡ, eigtl. das Geknetete, von μάσσω, bes. Gerstenbrot; ἐμοῦ μᾶζαν μεμαχότος, wie wir sagen 'einem etwas einbrocken', mit Anspielung auf μάχη, μάχομαι -
3 μάσσω
μάσσω, att. μάττω, perf. μέμαχα, Ar. Equ. 55, μέμαγμαι, ib. 57, 1) betasten, berühren (s. ΜΑΩ); so ἐμάξατο, Agath. 9 (V, 296), vgl. die compp. Bes. mit den Händen drücken, quetschen, kneten, den Teig, Her. 1, 200; Ar. a. a. O., der auch γογγύλη μεμαγμένη, Pax 28, u. übertr. kom. ἐπινοίας sagt, Equ. 537; μᾶζα μεμαγμένη, Archil. 56; σῖτον μεμαγμένον, Thuc. 4, 16; ἄλευρα τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ μάξαντες, Plat. Rep. II, 372 b; Xen. Oec. 10, 11 u. Folgde. Bei Ar. auch im med., μάττεσϑαι τὰ ἄλφιτα, Nubb. 778; – βίος μεμαγμένος, sprichw. = ἀληλεσμένος, Zenob. 1, 21 Diogen. 1, 17. – Damit hangen μᾶζα, μάγειρος, μάκτρα u. ähnl. zusammen. – 2) streichen, wischen, sowohl abwischen als beschmieren, bestreichen, VLL. Gebräuchlicher in den compp. Davon kommt μαγεύς, μαγδαλιά u. ä.
-
4 προ-φῡρητός
προ-φῡρητός, vorher eingerührt, Hippocr. μᾶζα, ein gut ausgebackenes Gerstenbrot.
-
5 πῑλέω
πῑλέω, 1) Wolle krämpen, filzen, πιληϑεὶς πέτασος Theodorid. 3 (VI, 282), u. a. Sp. – 2; übh. dicht zusammen pressen, drücken, verdichten, Jac. A. H. p. 879; γαῖα ὑπ' ἠέρι πιληϑεῖσα, Ap. Rh. 4, 678; auch μᾶζα ὕδατι πιληϑεῖσα, Antiph. 14 ( Plan. 333); Plut. vrbdt πιληϑεὶς καὶ πυκνωϑείς, de def. orac. 47.
-
6 τελ-ωνιάς
-
7 φυστή
φυστή, oder φύστη, ἡ, sc. μᾶζα, eine Art Brot, Kuchen aus Gerstenmehl, wozu der Teig nur leicht eingerührt, nicht derb geknetet war, Ar. Vesp. 610; bei den übrigen Griechen außer den Att. war dafür φύραμα gebräuchl.; λιτὴ καὶ οὐκ εὐάλφιτος Leon. Tar. 55 (VII, 736); vgl. Schol. Ar. Vesp. 610; ἡ μὴ ἄγαν τετριμμένη Ath. III, 114 f.
-
8 φιλό-λιχνος
φιλό-λιχνος, Näschereien liebend, naschhaft, lecker; μῦς Leon. Al. 30 (VI, 302); μᾶζα Phani. 3 (VI, 295).
-
9 χαριτο-βλέφαρος
-
10 χαρακόω
χαρακόω, 1) pfählen, mit Pfählen versehen und stützen, z. B. ἄμπελον, Geopon. – 2) mit Pfählen umgeben und befestigen, verpallisadiren, Ἐλάτειαν Aesch. 3, 140; auch ἀχύροις κεχαρακωμένη μᾶζα, Antiphan. bei Ath. II, 60 c; ἀκάνϑαις Arist. partt. an. 4, 5.
-
11 ψαιστός
-
12 κυρβαίη
-
13 μελιτόεις
-
14 μαζίσκη
-
15 μαζίον
-
16 μάσδα
-
17 μάδδα
-
18 ἀχυρόω
ἀχυρόω, mit Spreu bestreuen, Arist. Probl. 11, 25; μᾶζα ἠχυρωμένη, Kleienbrot, Polioch. Ath. II, 60 c.
-
19 ἀχίλλειος
ἀχίλλειος u. ἀχιλληΐς, ίδος, ἡ, eine edle Gerstenart, Hippocr.; Ath. III, 114 e; Theophr.; τὸ ἀχίλλειον, eine Art Brot davon, Ar. Equ. 816; μᾶζα Phereer. Ath. VI, 269 d.
-
20 ἀ-μετρής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μᾶζα — barley cake fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μάζα — η 1. ό,τι μοιάζει με ζύμη ή λάσπη: Τα φρούτα έγιναν μια μάζα. 2. ο λαός, ιδιαίτερα οι εργαζόμενες τάξεις, πλήθος λαού: Οι εργατικές μάζες διεκδικούν τα δικαιώματά τους. 3. (φυσ.), το ποσό ύλης που περιέχει ένα σώμα: Αυτό το σώμα έχει μάζα 100… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάζα — μά̱ζᾱ , μᾶζα barley cake fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζᾳ — μά̱ζᾱͅ , μᾶζα barley cake fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσιμη μάζα — Όρος της πυρηνικής φυσικής που δηλώνει την ελάχιστη μάζα ενός σχάσιμου υλικού, η οποία είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί μια αλυσωτή αντίδραση (ικανή να μας δώσει τη λεγόμενη πρώτη γενεά σωματιδίων). Εκτός από τον όρο κ.μ. χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
μᾶζ' — μᾶζα , μᾶζα barley cake fem nom/voc sg μᾶζαι , μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
αδενοειδείς εκβλαστήσεις — Μάζα λεμφικού ιστού μεταξύ ρινικής κοιλότητας και φάρυγγα. Η οξεία φλεγμονή των α.ε. προκαλεί αδενοειδίτιδα, που χαρακτηρίζεται από πυρετό, δυσκολία αναπνοής από τη μύτη, φλόγωση του μέσου αφτιού και γενική κατάπτωση. Αδενοειδισμός ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
μᾶζαι — μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)