-
1 χαριτο-βλέφαρος
-
2 χαριτοβλέφαρος
χαριτο-βλέφαρος, mit anmutigen, holden Augenlidern, anmutig blickend
См. также в других словарях:
καλλιβλέφαρος — καλλιβλέφαρος, ον (AM) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον) χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο… … Dictionary of Greek
κυανοβλέφαρος — κυανοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
λιποβλέφαρος — λιποβλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα 2. ο αόμματος, ο τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
χιονοβλέφαρος — ον, Α αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
πολυβλέφαρος — ον, Μ 1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα 2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek