Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φυστή

См. также в других словарях:

  • φυστή — light pastry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυστή — και φύστη και φυστῆ, ἡ, Α (ενν. μάζα) είδος ελαφρά ζυμωμένου εδέσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *φυστός < φῦσα + κατάλ. τός* (πρβλ. πλαστή)] …   Dictionary of Greek

  • φύστη — ἡ, Α βλ. φυστή …   Dictionary of Greek

  • φύστη — φύστις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσταί — φυστή light pastry fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυστήν — φυστή light pastry fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύστα — τὰ, Α η φυστή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φυστή / φύστη, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»