-
1 όλιζον
-
2 ὄλιζον
-
3 ὀλίζων
ὀλίζων, ον, poet. compar. zu ὀλίγος, wie μέζων zu μέγας; Nic. Ther. 372; Ep. ad. 522 (IX, 521) ist ὀλίζον κλέος = dem Positiv; – ὀλίζωνες, Nic. Th. 123, ist auffallend (für ὀλίζονες,) u. Bentley vermuthet daher ὀλιζότεραι. S. übrigens nom. propr.
-
4 λιδρίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιδρίον
См. также в других словарях:
ὄλιζον — ὀλίγος little masc/fem voc comp sg ὀλίγος little neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπολίζων — όλιζον, Α (επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. τού ὀλίγος] … Dictionary of Greek
OLIZON — urbs Magnesiae in Thessalia. Homer. Il. ss. v. 717. Καὶ Πιτύειναι ἔχον, καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν. Steph. Ὠνομάςθη δὲ ἀπὸ τοῦ μαχρὰ ῏ειναι. Θεςςαλοὶ γὰρ, ὡς ἱςτορεῖ Δημοςθένης εν κτίσεσι, τὸ μικρὸν, ὄλιζον καλοῦσι. Ad radices Pesii montis; ob… … Hofmann J. Lexicon universale
λιζόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔλαττον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὄλιζον, ουδ. τού ὀλ(ε)ίζων < ὀλίγος] … Dictionary of Greek