Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄλιζον

См. также в других словарях:

  • ὄλιζον — ὀλίγος little masc/fem voc comp sg ὀλίγος little neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπολίζων — όλιζον, Α (επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. τού ὀλίγος] …   Dictionary of Greek

  • OLIZON — urbs Magnesiae in Thessalia. Homer. Il. ss. v. 717. Καὶ Πιτύειναι ἔχον, καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν. Steph. Ὠνομάςθη δὲ ἀπὸ τοῦ μαχρὰ ῏ειναι. Θεςςαλοὶ γὰρ, ὡς ἱςτορεῖ Δημοςθένης εν κτίσεσι, τὸ μικρὸν, ὄλιζον καλοῦσι. Ad radices Pesii montis; ob… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λιζόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔλαττον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὄλιζον, ουδ. τού ὀλ(ε)ίζων < ὀλίγος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»