-
121 επισημαινω
1) тж. med. ставить знак, отмечать, обозначатьτῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις ἐπεσήμαινεν Thuc. — поражение конечностей было признаком (перенесенной болезни);
ἐπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαὸς ὄνομ΄ ἐπώνυμος Eur. — этот народ будет носить его (Ахея) имя;ἐπισημαίνεσθαί τινι ἓν εἶδος Plat. — обозначить что-л. как один вид;ἐπισημηνάμενος, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. — указав, считает ли он его излечимым, или нет2) (тж. ἐ. τὸ θεῖον Plut.) давать знак, посылать знамение(τινί Xen., Plut., Diod.)
3) указывать, давать указание, заявлять(ἐπισημαίνει ὅ Πυθαγόρας, ὅτι … Plut.)
(τὰς εὐθύνας Dem.)
5) med. одобрять, хвалить(τινα и τι Polyb.; τοὺς παρά τινος λόγους Aeschin.)
τοὺς ἀκούοντας ἐ. καὴ θορυβεῖν ἀναγκάζειν Isocr. — вызывать у слушателей шумное одобрение6) med. отмечать, отличать, награждать(τῶν πολιτῶν τινας δώροις Polyb.)
7) показывать, отмечать(τέν ἀρχήν τινος Arst.; med. τῆς γλώττης τέν διαμαρτίαν τῷ μειδιάματι Luc.)
8) med. клеймить, порицать(τινα Diod.; τὰς παρανόμους τῶν πράξεων Polyb.)
9) показываться, обнаруживатьсяἐὰν μέλιτος ἀφθονία ἐπισημαίνῃ Arst. — когда мед появляется в изобилии;impers. ἐπισημαίνει Arst. — появляются признаки, обнаруживается -
122 ευηνωρ
-
123 ευφημος
дор. εὔφᾱμος 21) воздерживающийся от неподобающих слов, т.е. хранящий благоговейное молчание(στόμα, γλῶσσα Aesch.; φροντίς Soph.; λαός Arph.)
2) возвещающий добро, сулящий (своим криком) счастье(μελανάετος Arst.)
3) имеющий благоприятный смысл, счастливый, радостный(ἦμαρ, ἔπος Aesch.; κέλαδοι Eur.)
πρὸς τὸ εὐφημότατον ἐξηγεῖσθαι Luc. — толковать в благоприятном смысле4) имеющий смягченный смысл, эвфемистический5) восхваляющий, хвалебный(λόγοι Polyb.)
6) благочестивый, священный(πόνοι, δόμοι Eur.)
-
124 ιππαιχμος
-
125 ιππος
Iὅ1) (тж. ἄρσην ἵ. Hom. и ἄρρην ἵ. Arst.) конь, лошадь, жеребецτὼ ἵππω Hom. — пара лошадей, парная запряжка;
ἵπποι ἀθληταί Lys. — беговые лошади;2) pl. конная запряжка, запряженная колесница, повозка(ἵππων ἐπιβαίνειν, καθ΄ ἵππω ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βαίνειν Hom.)
ἁλὸς ἵπποι Hom. = νῆες;ἵππον πιαίνει μάλιστα ὅ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμός погов. Arst. — больше всего утучняет коня хозяйский глаз;ἐς πεδίον τὸν ἵππον (sc. ἀφιέναι) погов. Luc. — пускать лошадь в поле, т.е. водить за нос, морочить;ὅ δούρειος ἵ. Arst. — деревянный, т.е. троянский конь3) дыба ( орудие пытки)(κιγκλίδες καὴ ἵπποι Plut.)
IIὅ (только pl.) всадникἵπποι τε καὴ ἀνέρες Hom. — конница и пехотаἥ1) (тж. θήλεια ἵ. Hom., Her., Arst.) кобылица Hom. etc.2) бран. распутная женщина Arst.IVἥ (только sing., собир.) конницаἵ. χιλίη Her. — тысячный отряд конницы;
ἵ. διακοσία Thuc. — конный отряд в 200 человек;ἵ. μυρία Aesch., Her. 10000 — человек конницы -
126 κακοφρων
2, gen. ονος1) злонамеренный, враждебный(πραπίδων καρπός Pind. ap. Plut.; ἄναξ Eur.)
2) безрассудный, неразумный(ἀνήρ Eur.; Κάδμου λαός Eur.)
3) омрачающий ум, удручающий(μέριμνα Aesch.)
-
127 κατασκευαζω
тж. med.1) снаряжать, оснащать(τὸ πλοῖον πᾶσι Dem.; τριήρεις ἐπὴ τὸν πόλεμον Plut.)
2) снабжать, украшать(σκηνέ χρυσῷ τε καὴ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη Her.; ἵππους χαλκοῖς προβλήμασι Xen.)
ἱρὸν ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Her. — храм, богатый подношениями3) снабжать средствами защиты, укреплять(τέν Ἄντανδρον Thuc.)
4) снаряжать, собирать (в дорогу), готовить(τινὰ ἐπὴ στρατιάν Xen.; κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν Thuc.)
5) (тж. κ. τοῖς σκεύεσιν Diog.L.) оборудовать, обставлять(οἶκον πρεπόντως Arst.; οἰκίαν Diog.L.)
6) готовить, седлать или навьючивать(τοὺς ὄνους Her.)
7) воздвигать, сооружать, строить(γέφυραν Her.; ἱερὰ καὴ βωμούς Plat.)
8) перен. строить, создавать(ἕτερόν τι γένος ἀριθμῶν, ἰδέας Arst.)
τὸ ἀνασκευάζειν ἐστὴ τοῦ κ. ῥᾷον Arst. — легче отвергнуть (доказательство), чем построить9) приводить в порядок, благоустраивать(χώραν Xen.; πόλιν, γυμνάσια Plat.; τέν ὁδόν τινος NT.)
10) устанавливать, учреждать, вводить(δημοκρατίαν Xen., Arst., Plut.; ἰσότητα τῆς οὐσίας Plat.; τὸ ἀρχεῖον ἐν ταῖς ὁλιγαρχίαις Arst.)
11) назначать, ставить(τύραννον, ἡγεμόνα ἐν ἑκάστῃ ποίμνῃ Arst.)
12) устраивать(συμπόσιον, συνέδριον Plat.)
κατασκευάσασθαι πρόσοδον οὐ μικράν Dem. — обеспечить себе немалый доход13) воспитывать, обучать, готовить(τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας Xen.; λαὸς κατεσκευασμένος NT.)
ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. Plat. — развивать левые руки слабее, чем правые14) делать (кого-л. кем-л. или что-л. чем-л.)(Γοργίαν Νέστορά τινα κ. Plat.)
κ. τι ἐπισφαλέστερον Dem. — ослаблять что-л.;κατασκευάσαι πρὸς ἑαυτὸν εὖ τὸν ἀκροατήν Arst. — располагать слушателя в свою пользу15) придумывать, выдумывать(πρόφασιν Xen.; χρέα ψευδῆ, γραφήν Dem.)
16) подговаривать или подкупать(κατασκευαστοὴ ἄνδρες Arst.)
-
128 καταφθειρω
1) губить, уничтожать(στρατόν, λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί Aesch.; πόλιν Soph.; ἔργα τινός Theocr.)
; pass. гибнуть(ἐν πενίᾳ καὴ νόσοις Luc.; κατεφθαρμένη χώρα Plut.)
2) развращать
См. также в других словарях:
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
λαός — ο 1. το σύνολο των ατόμων που ζουν σε μια χώρα, περιοχή ή πόλη: Ο λαός της Ελλάδας. 2. έθνος, φυλή: Ο ελληνικός λαός. 3. το σύνολο ή μέρος των κατοίκων μιας χώρας σε αντιδιαστολή με το κράτος: Ο λαός αντέδρασε στις νέες φορολογικές ρυθμίσεις. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαός — λᾱός , λαός men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶος — λᾶας stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… … Dictionary of Greek
Πικηνοί — Λαός της προρωμαϊκής Ιταλίας, που αποτελούσαν ίσως κατά ένα μέρος ομβρικοσαβελλικά και κατά ένα μέρος προϊνδοευρωπαϊκά στοιχεία, ο οποίος ήταν εγκαταστημένος στην κεντρική Ιταλία, προς την Αδριατική. Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για τους… … Dictionary of Greek
λεῶ — λαός men masc gen sg (doric ionic aeolic) λαός men masc acc sg (attic) λεάζω to be smooth fut ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… … Dictionary of Greek