-
21 λαὸς
народλαόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαὸς
-
22 λαός
народλαὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαός
-
23 λαός
-οῦ + ὁ N 2 379-705-437-277-266=2064 Gn 14,16; 19,4; 23,7.12.13stereotypical rendition of עם; people (of Israel) (in opp. to other nations, גוים τὰ ἔθνη) Ex 12,33; men, people Gn 14,16; people, army Jos 10,5; people (opp. of priests and Levites) 1 Ezr 5,45; a people Gn 25,23*Jer 28(51),11 λαοῦ αὐτοῦ of his people corr. ναοῦ αὐτοῦ for MT היכלו of his temple, see also Ps 47(48),10, cpr. Jer 37 (30),18, see ἔθνος; *1 Kgs 12,28 πρὸς τὸν λαόν to the people-העם אל for MTאלהם to them, cpr. 1 Kgs 18,40; *1 Chr 19,6 λαός the people-ַעםfor MT ִעםto or with, see also 1 Sm14,45, 2 Sm 1,2, 1 Chr 12,19, 2 Chr 1,14, Hos 12,1, Ps 86 (87),4; *Ez 9,9 λαῶν peoples-עמים for MTדמים blood, see also Ez 7,23; *Mi 6,15(16) νόμιμα λαοῦ μου the laws of my people-עמי חקות for MT עמרי חקות the laws of Omri (double transl. of the Hebr.); *Ps 27(28),8 τοῦ λαοῦ αὐτοῦ of his people- לעמו for MT למו for him?Cf. BARR 1961, 234-235; CLARYSSE 1976, 195; DOGNIEZ 1992 237(Dt 20,1); HARL 1986a 58-59. 159-160.207.249; 1992=1993 188; LE BOULLUEC 1989, 199; MONTEVECCHI 1979b, 51-67; ROST 1967, 112-118; SPICQ 1978a, 468-471; VAN-DERSLEYEN 1973, 339-349; WEVERS 1993 163.391; →NIDNTT;TWAT; TWNT -
24 Λάος
το Лаос -
25 λαός
народ, люд, население; син. δῆμος, ἔθνος, ὄχλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαός
-
26 λαός
[лаос] ουσ. а. народ,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαός
-
27 λαός
[лаос] ουσ α народ. -
28 λαός
el poble -
29 λαός
peuple -
30 Λαός 'ξαγριεμένος, φουρτουνιασμένη θάλασσα
• Разъярённая толпа все равно, что бушующее мореИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λαός 'ξαγριεμένος, φουρτουνιασμένη θάλασσα
-
31 πολύ-λᾱος
-
32 ἀρτυσί-λᾱος
ἀρτυσί-λᾱος, od. ἀρτυσί-λεως, ὁ, Opferdiener in Delos, Ath. IV, 173 a.
-
33 ἀρχέ-λᾱος
-
34 ἀγεσί-λαος
ἀγεσί-λαος, ὁ, Beiname des Hades, der alles Volk zu sich herabführt, Aesch. bei Ath. III, 99 b.
-
35 ἀγησί-λαος
ἀγησί-λαος, = ἀγεσίλαος, Aesch. frg. 451.
-
36 λεώς
λαόςmen: masc acc pl (doric ionic)λαόςmen: masc nom /voc /acc pl (attic)λαόςmen: masc nom /voc sg (attic) -
37 λεός
λαόςmen: masc nom sg (ionic) -
38 ληός
λαόςmen: masc nom sg (ionic) -
39 λεώ
λαόςmen: masc nom /voc /acc dual (ionic) -
40 λεών
λαόςmen: masc acc sg (attic)
См. также в других словарях:
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
λαός — ο 1. το σύνολο των ατόμων που ζουν σε μια χώρα, περιοχή ή πόλη: Ο λαός της Ελλάδας. 2. έθνος, φυλή: Ο ελληνικός λαός. 3. το σύνολο ή μέρος των κατοίκων μιας χώρας σε αντιδιαστολή με το κράτος: Ο λαός αντέδρασε στις νέες φορολογικές ρυθμίσεις. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαός — λᾱός , λαός men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶος — λᾶας stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… … Dictionary of Greek
Πικηνοί — Λαός της προρωμαϊκής Ιταλίας, που αποτελούσαν ίσως κατά ένα μέρος ομβρικοσαβελλικά και κατά ένα μέρος προϊνδοευρωπαϊκά στοιχεία, ο οποίος ήταν εγκαταστημένος στην κεντρική Ιταλία, προς την Αδριατική. Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για τους… … Dictionary of Greek
λεῶ — λαός men masc gen sg (doric ionic aeolic) λαός men masc acc sg (attic) λεάζω to be smooth fut ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… … Dictionary of Greek